Short Story
Σάρκα και Πέτρα

Σάρκα και Πέτρα

Κάντε κύλιση για να ξεκινήσετε

Σάρκα και Πέτρα

«Η σκιά χάνεται στο φως», επανέλαβε στον εαυτό της η κοπέλα.

Οι λέξεις ήταν μάντρα, ένα μάντρα που συχνά χρησιμοποιούσε για να ηρεμήσει, όταν ένιωθε ότι χάνει τον έλεγχο. Παρόλο που ήταν μόλις δεκατριών, είχε γίνει επιδέξια με τέτοια κόλπα, για να κατευνάζει τα συμπτώματα της αρρώστιας της. Σήμερα, όμως, οι λέξεις δεν τη βοηθούσαν. Σήμερα, η κοπέλα ήθελε να είναι μόνη.

Πάσχιζε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, αποφεύγοντας το βλέμμα των περαστικών, ενώ περπατούσε γρήγορα προς την εξονυχιστική ματιά των φρουρών στις πύλες της πόλης. Αν κάποιος τη σταματούσε, πίστευε ότι θα κατέρρεε και θα τα ομολογούσε όλα. Τουλάχιστον τότε θα τέλειωναν όλα, σκεφτόταν.

Δεν την πρόσεχαν και πολύ, όμως, καθώς περνούσε από την αψιδωτή πύλη προς τον ανοιχτό χώρο έξω από την πόλη.

Μακριά από τον κεντρικό δρόμο, η κοπέλα βρήκε μια ήσυχη γωνιά σε μια δασώδη βουνοπλαγιά. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν θα την εντόπιζαν, έβγαλε ένα καθαρό μαντήλι από την τσέπη της, το έφερε στο πρόσωπό της και έκλαψε.

Χοντρά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Αν έβλεπαν την κοπέλα σε αυτήν την κατάσταση, μάλλον δεν θα την αναγνώριζαν. Όλοι την ήξεραν ως την αισιόδοξη ομορφούλα που θα τους έλεγε Καλημέρα! και Χάρηκα που σε είδα! κάθε μέρα, όπως κι αν είχαν τα πράγματα.

Την άλλη πλευρά της, την άσχημη και σίγουρα μη Ντεμασιανή, η κοπέλα δεν τη μοιραζόταν με κανέναν.

Ενώ σφούγγιζε τα δάκρυά της με το λευκό μαντήλι της, ο νους της άρχισε να ηρεμεί. Άρχισε τελικά να θυμάται τα γεγονότα που προκάλεσαν τα δάκρυά της. Βρισκόταν στην αίθουσα διαλέξεων με τους συμμαθητές της, όταν το βλέμμα της περιπλανήθηκε σε ένα ανοιχτό παράθυρο. Το σμήνος των ροζ μυγών του νέκταρ έξω ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από το βαρετό μάθημα στρατηγικής μάχης του καθηγητή τους. Οι μύγες πέταγαν, όχι όλες μαζί, αλλά σε ένα ζωηρό χάος που είχε μια παράξενη ομορφιά. Απορροφούσε την κίνησή τους, νιώθοντας τη ζεστασιά στα σωθικά της μαζί με μια έντονη χαρά.

Η ζεστασιά τής ήταν οικεία. Τις περισσότερες φορές την τιθάσευε, την καταπίεζε μέσα της σαν πούπουλα που ξεπετάγονταν από στρώμα. Σήμερα, όμως, η ζεστασιά ήταν... καυτή, σαν να είχε ζωή δική της. Την ένιωθε να καίει, στα δόντια της, απειλώντας να εκραγεί στον κόσμο σαν βεντάλια από ιριδίζοντα χρώματα, όπως είχε συμβεί μόνο όταν ήταν μόνη.

Για μια στιγμή μια λεπτή αχτίδα λευκού φωτός ξεπήδησε από τις άκρες των δαχτύλων της.

Όχι! Αυτό δεν έπρεπε να το δει κανείς! σκέφτηκε, ελπίζοντας να καταστείλει τη λάμψη.

Για πρώτη φορά στη ζωή της, αισθάνθηκε ότι ήταν πολύ μεγάλη. Το κορίτσι είχε μία μόνο ευκαιρία να σωθεί. Έπρεπε να φύγει. Σηκώθηκε και μάζεψε τα πράγματά της.

«Λουξάνα», είπε ο καθηγητής της. «Τι...»

«Η σκιά χάνεται στο φως», μουρμούρισε εκείνη και έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα, χωρίς εξήγηση. «Η σκιά χάνεται στο φως. Η σκιά χάνεται στο φως».

Ενώ σκούπιζε και τα τελευταία δάκρυα από τα μάτια της στην ησυχία του δάσους, απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από την πόλη. Άρχισε να σκέφτεται τι θα της στοίχιζε το συμβάν. Οι φήμες ότι μια μαθήτρια έφυγε τρέχοντας από το μάθημα χωρίς την άδεια του καθηγητή θα εξαπλώνονταν γρήγορα στο κάστρο. Τι τιμωρία την περίμενε για τέτοια ανυπακοή;

Ό,τι και να γινόταν θα ήταν καλύτερο από την εναλλακτική. Αν έμενε, θα ξεσπούσε, γεμίζοντας ολόκληρο το κτίριο με το πιο λαμπερό, αγνό φως. Και τότε όλοι θα ήξεραν ότι ήταν μολυσμένη με μαγεία.

Τότε θα έρχονταν οι εξουδετερωτές.

Η κοπέλα είχε δει τους εξουδετερωτές μια-δυο φορές στους δρόμους με τα περίεργα όργανά τους να ξεριζώνουν τη μαγεία από όσους την εξασκούν. Μόλις έβρισκαν τους μολυσμένους ανθρώπους, τους μετακινούσαν με τη βία στις κακόφημες συνοικίες έξω από το βασίλειο, χωρίς να μπορούν να είναι μέλη της μεγάλης κοινωνίας, που γνώριζε η οικογένεια της Λουξ τόσο καλά.

Αυτό ήταν το χειρότερο, να γνωρίζει ότι η οικογένειά της θα ντροπιαζόταν. Και ο αδερφός της... Αχ, ο αδερφός της. Έτρεμε στη σκέψη του τι θα έλεγε ο Γκάρεν. Το κορίτσι ονειρευόταν συχνά ότι θα ζούσε σε διαφορετικό μέρος του κόσμου, όπου οι άνθρωποι με μαγικά χαρίσματα λατρεύονταν όπως οι ήρωες και γιόρταζαν με τις οικογένειές τους. Το κορίτσι, όμως, ζούσε στη Ντεμάσια, όπου οι άνθρωποι γνώριζαν την καταστροφική δύναμη της μαγείας και την αντιμετώπιζαν έτσι.

Καθώς πίστευε ότι η κατάστασή της γινόταν ολοένα και πιο απελπιστική, η Λουξ συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν κοντά στο μνημείο του Γκάλιο. Το τεράστιο άγαλμα είχε φτιαχτεί καιρό πριν ως λάβαρο πολέμου για τον στρατό, το οποίο τους συνόδευε στις αποστολές τους σε ξένες χώρες. Σμιλεμένος από πετρικίτη, ο Γκάλιο είχε ιδιότητες που απορροφούν τη μαγεία και οι οποίες είχαν σώσει πολλές ζωές από επιθέσεις αρχιμάγων. Σύμφωνα με τους θρύλους, ο Γκάλιο ζωντάνευε κάποιες φορές, όταν αρκετή μυστικιστική δύναμη έρεε μέσα του. Τη στιγμή εκείνη στεκόταν ακίνητος σαν βουνό, γεφυρώνοντας τον Δρόμο του Μνημείου, μακριά από την κίνηση του κεντρικού δρόμου.

Η Λουξ πλησίασε το άγαλμα προσεκτικά. Από όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, φανταζόταν ότι ο μεγάλος τιτάνας, άγρυπνος, φυλούσε όλους όσους περνούσαν από κάτω του. Έμοιαζε να διεισδύει στην ψυχή της, κρίνοντάς την.

«Δεν ανήκεις εδώ», θα της έλεγε κατηγορηματικά.

Αν και μιλούσε μόνο στη φαντασία της, η κοπέλα γνώριζε ότι έλεγε την αλήθεια. Ήταν διαφορετική. Αυτό ήταν σίγουρο. Το ακούραστο χαμόγελό της και η ζωντάνια της ξεχώριζαν ολοφάνερα από τη χαρακτηριστική αυστηρότητα της Ντεμάσια.

Και ήταν και αυτή η λάμψη. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, η Λουξ την ένιωθε να καίει στην καρδιά της, ανυπομονώντας να απελευθερωθεί. Όταν ήταν μικρή, η λάμψη ήταν αδύναμη και μπορούσε να την κρύβει εύκολα. Τώρα η δύναμη παραήταν μεγάλη για να παραμείνει κρυφή.

Με το βάρος των ενοχών, η Λουξ σήκωσε το βλέμμα της στον Κολοσσό.

«Άντε λοιπόν, πες το!» φώναξε.

Η Λουξ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο, αλλά είχε περάσει δύσκολη μέρα και το ξέσπασμα ηρεμούσε την ψυχή της. Ανακουφισμένη εξέπνευσε κοφτά και αμέσως μετά ντράπηκε για το ξέσπασμά της. Έβαλα τις φωνές σε ένα άγαλμα; ξαφνιάστηκε και κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν την έβλεπε κανείς. Σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου κατέκλυζαν τον δρόμο αυτό προσκυνητές που ταξίδευαν στον Κολοσσό, αποτίνοντας φόρο τιμής στο σύμβολο δύναμης της Ντεμάσια. Αυτήν τη στιγμή, όμως, ο Δρόμος του Μνημείου ήταν άδειος.

Ενώ η Λουξ έψαχνε να βρει παριστάμενους, άκουσε έναν χαλικώδη θόρυβο στον αέρα από πάνω της. Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, ο θόρυβος ερχόταν από την κορυφή του Κολοσσού. Συχνά τα πουλιά πετούσαν από τις φωλιές τους στο στέμμα του Κολοσσού, αλλά αυτό δεν ήταν πουλί. Ήταν λες και ένα βαρύ πήλινο καζάνι σερνόταν πάνω στο πλακόστρωτο.

Η Λουξ κοίταξε για αρκετή ώρα, αλλά τίποτα δεν σάλευε στο άγαλμα. Ίσως να ήταν πάλι το μυαλό της που επεξεργαζόταν την τραυματική εμπειρία της ημέρας. Ακόμη κι έτσι, τα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα στον κολοσσό, προκαλώντας αυτό που κινήθηκε να το ξανακάνει.

Και τότε έγινε: τα μάτια του αγάλματος κουνήθηκαν. Οι μεγάλες πέτρινες σφαίρες στριφογύρισαν στις κόγχες τους για να εντοπίσουν τη Λουξ στο γρασίδι από κάτω τους.

Η κοπέλα έχασε το χρώμα της για μια στιγμή. Αισθανόταν την τεράστια πέτρινη φιγούρα να την εξετάζει. Αυτήν τη φορά σίγουρα δεν ήταν στη φαντασία της. Η Λουξ ξαναβρήκε τα πόδια της και άρχισε να τρέχει μακριά από το άγαλμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε.


Αργότερα εκείνο το βράδυ η Λουξ μπήκε στην αλαβάστρινη αψίδα της οικογενειακής της έπαυλης στην πόλη. Είχε περπατήσει πολλά χιλιόμετρα όλη τη μέρα σε ολόκληρη την πόλη, ελπίζοντας ότι οι γονείς της θα κοιμούνταν όταν θα επέστρεφε σπίτι. Κάποιος όμως δεν κοιμόταν.

Η μητέρα της, η Ογκάθα, καθόταν στον καναπέ στη γωνία της μεγάλης αίθουσας υποδοχής, κοιτάζοντας την πόρτα με αυξανόμενη ανυπομονησία.

«Ξέρεις τι ώρα είναι;», ρώτησε επιτακτικά.

Η Λουξ δεν απάντησε. Ήξερε ότι ήταν περασμένα μεσάνυχτα κι ότι η ώρα που η οικογένειά της πήγαινε κανονικά για ύπνο είχε περάσει προ πολλού.

«Το σχολείο επέλεξε να μη σε αποβάλλει», είπε η Ογκάθα. «Δεν ήταν εύκολο να διορθωθεί η κατάσταση».

Η Λουξ ήθελε να καταρρεύσει κλαίγοντας, αλλά όλη μέρα μόνο έκλαιγε και πλέον είχε στερέψει από δάκρυα. «Παραλίγο να το δουν», είπε.

«Το κατάλαβα. Χειροτερεύει, έτσι δεν είναι;»

«Τι να κάνω;» ρώτησε η Λουξ, εξουθενωμένη από το άγχος.

«Αυτό που πρέπει», απάντησε η μητέρα της. «Έχασες τον έλεγχο. Κάποια στιγμή κάποιος θα πληγωθεί».

Η Λουξ είχε ακούσει για άνδρες που πέθαναν στη μάχη στα χέρια μάγων, τα κορμιά τους έλιωναν αγνώριστα πια και οι ψυχές τους σκίζονταν στα δύο. Ένιωθε χάλια, γνωρίζοντας ότι έτρεφε μια δύναμη που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσει τέτοια καταστροφή. Ήθελε να μισήσει τον εαυτό της, αλλά ένιωθε μουδιασμένη από τα συναισθήματα που την κατέκλυζαν συνεχώς εκείνη τη μέρα.

«Ζήτησα τη βοήθεια επαγγελματία», είπε η Ογκάθα.

Η Λουξ ανακατεύτηκε. Μόνο ένα επάγγελμα υπήρχε που ασχολούνταν με την αρρώστια της. «Ενός εξουδετερωτή;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα.

«Είναι φίλος. Τον οποίο θα έπρεπε να έχω καλέσει καιρό τώρα», απάντησε η Ογκάθα. «Μπορείς να είσαι σίγουρη ότι θα είναι διακριτικός».

Η Λουξ ένευσε καταφατικά. Ήξερε την ντροπή που θα την περίμενε. Ακόμη κι αν αυτός ο άνδρας δεν μιλούσε σε κανέναν, όπως τη διαβεβαίωνε η μητέρα της, αυτόςθα ήξερε.

Και οι θεραπείες... Δεν ήθελε να τις σκέφτεται.

«Θα έρθει να σε συμβουλεύσει το πρωί», είπε η Ογκάθα, ανεβαίνοντας τη σκάλα προς το υπνοδωμάτιό της. «Θα είναι το μυστικό μας».

Τα λόγια αυτά δεν της προσέφεραν παρηγοριά. Η Λουξ δεν είχε προλάβει να γίνει γυναίκα και ήδη η ζωή της είχε τελειώσει. Δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να αποσυρθεί και να παραδοθεί σε έναν βαθύ ύπνο που θα έθαβε όλα τα προβλήματά της στο σκοτάδι, αλλά ήξερε ότι τα συγκεκριμένα δεν θα εξαφανίζονταν εν μία νυκτί. Το φως θα συνέχιζε να μεγαλώνει μέσα της, απειλώντας να εκραγεί και πάλι οποιαδήποτε στιγμή. Ο εξουδετερωτής θα έφτανε το πρωί για να της χορηγήσει κάποια φρικτή θεραπεία. Η Λουξ είχε ακούσει φήμες, τρομερές φήμες, για πετρικίτη και φίλτρα κατάποσης που ακολουθούνταν από κρίσεις αβάσταχτου πόνου. Είναι αλήθεια ότι το κορίτσι ήθελε να απαλλαγεί από την αρρώστια της, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να το βιώσει αυτό.

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος; αναρωτιόταν.

Φυσικά!

Η ιδέα τής ήρθε σαν επιφοίτηση. Ξαφνικά την κατέκλυσαν ο φόβος και η ελπίδα, καθώς δεν ήξερε αν το σχέδιο που μόλις σκαρφίστηκε θα έπιανε, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να το δοκιμάσει.


Στη σκιά της νύχτας η Λουξ ακολούθησε και πάλι τα βήματά της μανιωδώς, πίσω στην αλαβάστρινη αψιδωτή πύλη, πίσω στη λεωφόρο, ξεγλιστρώντας ανάμεσα από τους φρουρούς των πυλών. Στον νότο βρήκε τον Δρόμο του Μνημείου και τον ακολούθησε για χιλιόμετρα, προτού φτάσει στο σημείο όπου αναπαυόταν ο Γκάλιο. Η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος της.

«Είναι κανείς εδώ;», ρώτησε τρέμοντας, χωρίς να ξέρει αν θέλει να λάβει απάντηση.

Η Λουξ πλησίασε τον πλίνθο όπου στεκόταν ο κολοσσός, ολομόναχος στην ηρεμία της νύχτας. Άγγιξε προσεκτικά με το χέρι της την κρύα πέτρα στη βάση της. Τι γεύση να έχει; Είμαι σίγουρη ότι είναι πικρή, υπέθεσε. Υπέθεσε ότι θα ανακάλυπτε σύντομα, εκτός αν το σχέδιό της δεν πήγαινε καλά.

«Λένε ότι διορθώνεις τη μαγεία», είπε η κοπέλα. «Βοήθησέ με λοιπόν. Θέλω να είμαι Ντεμασιανή».

Κοίταξε τον κολοσσό. Ήταν τόσο αδρανής και ακλόνητος όπως ο τρόπος ζωής των Ντεμασιανών. Ούτε οι νυχτερίδες δεν πετούσαν τριγύρω απόψε. Ό,τι άκουσε πριν, ό,τι νόμιζε πως είδε, ήταν στη φαντασία της, λοιπόν. Άφησε τον πλίνθο και σκεφτόταν πού αλλού να πάει.

«Μικρό κορίτσι», ακούστηκε από ψηλά μια βροντερή φωνή.

Η Λουξ σήκωσε το κεφάλι της για να δει το άγαλμα που έγερνε το τεράστιο κεφάλι του προς τα κάτω. Το μυαλό της σκεφτόταν πυρετωδώς. Ξέρει. Και δεν θα σε βοηθήσει. Θα σε λιώσει σαν μυρμήγκι.

«Μπορείς να... ξύσεις το πόδι μου;», τη ρώτησε ο κολοσσός.


Ο Γκάλιο έκπληκτος κοιτούσε το κορίτσι καθώς έτρεχε μακριά του, ενώ από το κεφαλάκι της έβγαιναν ακατάληπτες λέξεις. Παρόλο που την παρατηρούσε για χρόνια, δεν ήξερε ότι μπορούσε να κινείται τόσο γρήγορα και δυνατά.

Από τότε που η κοπέλα ήταν πολύ μικρή, ο Γκάλιο την έβλεπε όταν σταματούσε με την οικογένειά της στα ταξίδια τους κάθε χρόνο. Την παρατηρούσε με ζωηρό ενδιαφέρον, πασχίζοντας να μην τη χάσει από τα μάτια του, ενώ εκείνη χανόταν και ξαναεμφανιζόταν στο οπτικό του πεδίο. Και τότε, στη μέση του παιχνιδιού, ξαφνικά θυμόταν ότι αυτός στεκόταν από πάνω της και κρυβόταν πίσω από τη φούστα της μητέρας της. Όταν ο κολοσσός ήταν αδρανής, όλα έμοιαζαν να κινούνται σαν σε θολή παραμόρφωση. Ο κόσμος ήταν μουντός, οι άνθρωποι τρεμόπαιζαν μπροστά στα μάτια του.

Ακόμη και τότε, όμως, ο Γκάλιο μπορούσε να δει κάτι πολύ ξεχωριστό σε αυτό το κορίτσι. Μια λάμψη, όχι όμως απλώς ένα φως. Η ώρα μαζί της περνούσε αργά και η θολούρα διαλυόταν, ενώ μέσα στο πέτρινο εσωτερικό του αναδευόταν κάτι περίεργο.

Στην αρχή ήταν ανεπαίσθητο. Όταν το κορίτσι ήταν νήπιο, ο Γκάλιο ένιωθε την παράξενη ζεστασιά της να γαργαλά τα δάχτυλά των ποδιών του. Στη δεύτερη επίσκεψή της, ο Γκάλιο ένιωσε τη λάμψη να τραβά ολόκληρο το πόδι του. Όταν ήταν δέκα χρονών, η ζεστασιά της ήταν τόσο έντονη που ο Γκάλιο μπορούσε να καταλάβει ότι έρχεται από ένα χιλιόμετρο μακριά και πρόσμενε την άφιξή της με χαρά μικρού παιδιού.

Τώρα ήταν και πάλι εδώ, αν και δεν ήταν η κανονική ημέρα επίσκεψής της. Η δύναμή της έλαμπε τόσο έντονα που είχε εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά στα ψυχρά σωθικά του. Έφερνε τη ζωή!

Τώρα που ο Γκάλιο ξύπνησε έβλεπε τη λάμψη της με απίστευτη διαύγεια. Έλαμπε όπως όλα τα άστρα του ουρανού.

Και έφευγε πάλι.

Με κάθε βήμα της κοπέλας, ο Γκάλιο ένιωθε τη ζωή του να στερεύει και εκείνον να επιστρέφει στην ψυχρή του ακινησία. Αν πάγωνε, δεν θα γνώριζε ποτέ το κορίτσι. Έπρεπε να την ακολουθήσει.

Τα πανύψηλα πόδια του ξεκόλλησαν από τον πλίνθο, φτάνοντας με ευκολία το κορίτσι χάρη στην τεράστια δρασκελιά τους. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς γύρισε προς τον επιβλητικό κολοσσό. Μια συμπυκνωμένη αχτίδα φωτός πετάχτηκε από τα δάχτυλά της προς το πόδι του Γκάλιο. Το παράξενο συναίσθημα που ένιωθε ο Γκάλιο έγινε ακόμη πιο έντονο, μέχρι που νόμιζε ότι θα εκραγεί, σκορπίζοντας τα κομμάτια του σε όλη την Ντεμάσια.

Όμως δεν έσπασε. Αντιθέτως, έγινε ακόμη πιο ζεστός, ζωντανός. Γονάτισε και μαλακά σήκωσε το κορίτσι στα χέρια του. Εκείνο κάλυψε το πρόσωπό του για να προστατεύσει τον εαυτό της από κάποιον επικείμενο κίνδυνο.

Ο κολοσσός άρχισε να γελά σαν παιδί που παίζει.

«Μικρό ξανθό ανθρωπάκι», μούγκρισε. «Είσαι περίεργο. Μη φύγεις, σε παρακαλώ».

Η κοπέλα ξεπέρασε τον φόβο της σταδιακά και απάντησε, «Εγώ... Δεν μπορώ. Με κρατάς».

Συνειδητοποιώντας την προσβολή του, ο Γκάλιο ακούμπησε προσεκτικά την κοπέλα στο έδαφος.

«Με συγχωρείς. Δεν συναντώ συχνά μικρά κοριτσάκια. Ξυπνάω μόνο για να συντρίψω πράγματα», της εξήγησε. «Μήπως έχεις τίποτα για σπάσιμο; Μεγάλα αντικείμενα;»

«Όχι», απάντησε το κορίτσι ταπεινά.

«Ας βρούμε τότε κάτι». Απομακρύνθηκε με το βροντερό του βήμα και γύρισε για να δει ότι η κοπέλα δεν ακολουθούσε. «Δεν θα έρθεις, κορίτσι;»

«Όχι», απάντησε, τρέμοντας ακόμη περισσότερο, χωρίς να ξέρει αν η απάντησή της θα αναστάτωνε τον γίγαντα. «Προσπαθώ να είμαι απαρατήρητη αυτήν τη στιγμή».

«Α... Συγγνώμη, κορίτσι».

«Λοιπόν, φεύγω τώρα», είπε η Λουξ, πιστεύοντας ότι με αυτές τις λέξεις θα χωρίζονταν. «Χάρηκα που σε γνώρισα».

Ο Γκάλιο την ακολούθησε. «Κατευθύνεσαι μακριά από την πόλη σου», παρατήρησε. «Πού πας;»

«Δεν ξέρω», του απάντησε. «Εκεί όπου ανήκω».

Ο κολοσσός έγνεψε με το κεφάλι προς το μέρος της. «Είσαι Ντεμασιανή. Ανήκεις στην Ντεμάσια».

Για πρώτη φορά η κοπέλα είδε ότι ο γίγαντας καταλάβαινε και άρχισε να μιλά.

«Δεν θα μπορούσες να καταλάβεις. Είσαι σύμβολο αυτού του βασιλείου. Ενώ εγώ...» Έψαχνε μια λέξη με την οποία θα έλεγε τα πάντα, χωρίς να πει πολλά. «Εγώ είμαι ένα λάθος», είπε στο τέλος.

«Λάθος; Δεν γίνεται αυτό. Μου έδωσες ζωή», μούγκρισε ο Γκάλιο, χαμηλώνοντας το τεράστιο πέτρινο κεφάλι του στο ύψος της.

«Αυτό είναι το πρόβλημα», είπε η κοπέλα. «Κανονικά δεν πρέπει να κινείσαι. Ο μόνος λόγος που κινείσαι είμαι εγώ».

Ο Γκάλιο έμεινε σιωπηλός, συγκλονισμένος για μια στιγμή, και μετά ξέσπασε χαρούμενος, έχοντας καταλάβει.

«Είσαι μάγος!», είπε με τη βροντερή του φωνή.

«Σσσς! Κάνε ησυχία, σε παρακαλώ!» είπε η κοπέλα. «Θα σε ακούσουν».

«Εγώ συντρίβω τους μάγους!», φώναξε αυτός. Και γρήγορα πρόσθεσε: «Εσένα, όμως, όχι. Εσένα σε συμπαθώ. Είσαι ο πρώτος μάγος που συμπάθησα».

Ο φόβος της Λουξάνα άρχισε να εξαφανίζεται, δίνοντας τη θέση του στον εκνευρισμό. «Κοίτα να δεις. Παρόλο που όλο αυτό είναι κάτι το θαυμάσιο και το θαυματουργό, προτιμώ να με αφήσεις στην ησυχία μου. Εκτός αυτού, θα προσέξουν όλοι ότι λείπεις».

«Δεν με νοιάζει», επέμεινε ο Γκάλιο. «Ας το προσέξουν!»

«Όχι!» είπε η Λουξ, αναπηδώντας στη σκέψη. «Σε παρακαλώ, γύρνα εκεί όπου ανήκεις».

Ο Γκάλιο σταμάτησε για να συλλογιστεί, στη συνέχεια χαμογέλασε σαν να θυμήθηκε κάτι αστείο. «Κάντο ξανά. Αυτό που κάνεις με το υπέροχο αστρικό φως σου!» είπε υπερβολικά δυνατά για τη Λουξ.

«Σσσς! Μη φωνάζεις!», επέμεινε εκείνη. «Εννοείς την αρρώστια μου;»

«Ναι», είπε ο Γκάλιο ελαφρώς πιο σιγά.

«Συγγνώμη. Δεν μπορώ να το κάνω πάντα. Και δεν θα έπρεπε. Πρέπει να φύγεις», επέμεινε η Λουξ.

«Δεν μπορώ να φύγω. Αν σε αφήσω, θα κοιμηθώ. Και όταν ξυπνήσω, θα έχεις φύγει, μικρό κορίτσι».

Η Λουξ στάθηκε. Παρόλο που ήταν εντελώς εξουθενωμένη, συγκινήθηκε από τα λόγια του τιτάνα.

«Αν μπορέσω να το ξανακάνω, μου υπόσχεσαι ότι θα φύγεις;» ρώτησε.

Ο κολοσσός σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά δέχτηκε την πρόταση.

«Εντάξει», είπε το κορίτσι. «Θα προσπαθήσω».

Έσφιξε τα χέρια της προς το σώμα της και τα έσπρωξε προς τα εμπρός, προς τον Γκάλιο. Προς απογοήτευσή της, μόνο μια μικρή σπίθα ξέφυγε από τα δάχτυλά της. Προσπάθησε ξανά και ξανά και το αποτέλεσμα κάθε φορά ήταν μικρότερο.

«Μάλλον είμαι κουρασμένη», συνειδητοποίησε.

«Ξεκουράσου», της πρότεινε ο Γκάλιο. «Μετά, όταν είσαι φρέσκια, θα μου δώσεις τα μαγικά σου».

«Χμμ», σκέφτηκε η Λουξ, καθώς συλλογιζόταν την πρόταση. «Δεν μπορώ να σε ξεφορτωθώ και δεν έχω πού αλλού να πάω. Θα μπορούσα λοιπόν να ξαπλώσω».

Άρχισε να ψάχνει το έδαφος για να βρει ένα άνετο σημείο στο γρασίδι. Όταν το βρήκε, ξάπλωσε και τύλιξε τον μανδύα γύρω της σφιχτά.

«Θα κοιμηθώ τώρα», είπε με ένα χασμουρητό. «Κι εσύ θα 'πρεπε».

«Όχι. Κοιμάμαι πολύ», απάντησε ο Γκάλιο.

«Μήπως μπορείς... Δεν ξέρω να παγώσεις για λίγο τότε;»

«Δεν γίνεται έτσι», απάντησε ο κολοσσός.

«Τότε μείνε ακίνητος και κάνε τον ψόφιο».

«Ναι. Θα στέκομαι εδώ και θα σε βλέπω που κοιμάσαι, μικρό κορίτσι», απάντησε ο Γκάλιο.

«Όχι, σε παρακαλώ», επέμεινε η Λουξ. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, αν με κοιτάς. Μπορείς να... γυρίσεις από την άλλη;»

Ο Γκάλιο της έκανε τη χάρη και γύρισε από την άλλη πλευρά, προς τα μακρινά φώτα της πρωτεύουσας της Ντεμάσια. Δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον θέαμα όπως το κορίτσι, αλλά του αρκούσε.

Αρκούμενη στην ελάχιστη απομόνωση που είχε, η Λουξ έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.

Μόλις σιγουρεύτηκε ότι ο Γκάλιο δεν θα γυρνούσε, σηκώθηκε ήσυχα και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.


Η Λουξάνα περπατούσε γρήγορα, γνωρίζοντας ότι αυτό που έπρεπε να κάνει καταρχάς είναι να απομακρυνθεί όσο μπορεί από τον κολοσσό. Εάν δεν το έκανε αυτό, η μαγεία της θα συνέχιζε να τον ενισχύει και σίγουρα θα ερχόταν να την αναζητήσει. Το πρωί κάθε περίπολος στο βασίλειο θα αναζητούσε το κορίτσι των Στεμματοφυλάκων που εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Σίγουρα θα πρόσεχαν το εθνικό μνημείο που την ακολουθούσε και θα ήξεραν ότι η κοπέλα ήταν η μαγική πηγή που το είχε ξυπνήσει.

Τα πονεμένα πόδια της Λουξ επιτάχυναν. Είχε μόνο μια ασαφή εικόνα για το περιβάλλον γύρω της. Ήταν δύσκολο να βρει σημεία αναφοράς μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας. Το μόνο που ήξερε με σιγουριά ήταν ότι τα Συννεφιασμένα Δάση ήταν κοντά με τις πυκνές, πανύψηλες κορυφές τους να διαγράφονται στον ορίζοντα προς τον νότο. Ήταν ιδανικό μέρος για να κρυφτεί από τις ομάδες που θα την έψαχναν και καλό μέρος για αναζήτηση πρωινού. Μπορούσε να διασχίσει το δάσος σε δύο ημέρες και να βρει καταφύγιο σε ένα από τα Βασκασιανά ξύλινα χωριουδάκια, όπου δεν θα την αναγνώριζαν. Δεν ήταν έξυπνο σχέδιο, σίγουρα, αλλά ήταν το καλύτερο που είχε.

Η Λουξ έβλεπε τις παρυφές του δάσους να ξεπροβάλουν, το ύψος των δέντρων να μεγαλώνει σαν πυραμίδα με το μεγαλύτερο δέντρο να βρίσκεται στη μέση. Καθώς περνούσε την αρχή του δάσους, σταμάτησε μια στιγμή για να θρηνήσει όσα εγκατέλειπε. Θα της έλειπε ο αδερφός της, ο Γκάρεν, και το αγαπημένο της άλογο, η Αστροφωτιά, ακόμη και η μητέρα της, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει.

Η σκιά χάνεται στο φως, καθησύχασε τον εαυτό της και μετά προχώρησε στη σκοτεινιά του πυκνού αειθαλούς δάσους.



Αφού συνέχιζε τον δρόμο της μέσα από τα αγκαθωτά, ρητινώδη κλαδιά του δάσους, η Λουξ άρχισε να αμφιβάλλει για το σχέδιό της. Το στομάχι της γουργούριζε και η αυτοπεποίθηση που είχε ότι θα έβρισκε ένα καθαρό μονοπάτι μέσα από τα δέντρα είχε εξαφανιστεί μαζί με το λαμπερό φεγγάρι πίσω από τα σύννεφα. Γύρω της άκουγε την ανάσα και το θρόισμα των νυκτόβιων ζώων και την έκαναν νευρική.

Μόνο λίγο φως, σκεφτόταν. Σίγουρα τόσο λίγο φως δεν θα την έβλαπτε, τόσο μακριά.

Άρχισε να δημιουργεί μια λαμπερή σφαίρα ανάμεσα στα χέρια της. Για μια στιγμή φως τρεμόπαιξε στις άκρες των δαχτύλων της, αναστατώνοντας φανερά τα πλάσματα γύρω της. Το φως, όμως, έσβησε όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί, επαναφέροντας τα πάντα το σκοτάδι. Η Λουξ κοίταξε τις γραμμές των χεριών της, ψάχνοντας κάποια ατέλεια. Αναρωτιόταν τι την εμπόδιζε από το να κάνει ό,τι είχε έρθει και πιο πριν τόσο εύκολα και απρόσκλητα.

Ο κολοσσός, συνειδητοποίησε. Αυτό πρέπει να είναι.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε φωνές στους ψιθύρους του δάσους. Αργά, αποφασιστικά βήματα και ψίθυροι. Ήταν...

Ένα χέρι πετάχτηκε γύρω από τον λαιμό της Λουξ και την ακινητοποίησε. Μπορούσε να αισθανθεί την παρουσία τουλάχιστον άλλων δύο ανδρών δίπλα της.

«Για πού το βαλες απόψε, δεσποινίς;», ρώτησε ένας από αυτούς.

Η Λουξ κόμπιασε, χωρίς να μπορεί να δώσει απάντηση. Ο άνδρας που την κρατούσε έσφιξε τη λαβή του.

«Θα 'πρεπε να βρίσκεσαι στις συνοικίες εξουδετέρωσης, σωστά;», είπε.

«Όχι...» Η Λουξ πάσχιζε να αναπνεύσει και το χέρι του άνδρα μπήκε σφιχτά κάτω από το πηγούνι της. «Δεν είμαι...»

«Δεν είμαστε βλάκες, δεσποινίς», είπε ο τρίτος άνδρας. «Έλα, θα σε πάμε πίσω».

Η Λουξ πάσχιζε να ελευθερώσει τα χέρια της, ενώ οι άνδρες προσπαθούσαν να τα δέσουν με ένα τραχύ σκοινί. Συγκεντρώθηκε, αλλά δεν μπορούσε να καλέσει τη μαγεία που κάποτε της ανήκε. Ελευθέρωσε το ένα της χέρι, χτύπησε τον έναν από αυτούς κατευθείαν στο σαγόνι και άκουσε τα κλαράκια να σπάνε στο έδαφος, καθώς έπεφτε. Οι άλλοι δύο έρχονταν αγριεμένοι προς το μέρος της.

«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό», είπε ο ένας βλοσυρά. «Στα αλήθεια δεν έπρεπε».

Οι άνδρες έσφιγγαν τα δεσμά της. Έφτιαχναν ένα σημείο για να σφίξουν τους κόμπους όσο πιο σφιχτά και επώδυνα γινόταν, όταν το έδαφος άρχισε να δονείται από έναν υπόκωφο και βροντερό ήχο. Οι άνδρες πάγωσαν από φόβο, ψάχνοντας την πηγή του θορύβου, καθώς σταδιακά αυξανόταν σε συχνότητα και δύναμη.

Έσειε το έδαφος σαν σεισμός και αποτελούνταν μόνο από σταθερούς, ρυθμικούς κρότους... σαν γιγάντια βήματα.

Και τα βήματα πλησίαζαν.

«Τι είναι αυτό;», ρώτησε ο ένας, υπερβολικά φοβισμένος για να κουνηθεί.

Το έδαφος σειόταν κι άλλο και το τρέμουλο συνοδευόταν από το σπάσιμο μεγάλων δέντρων που σκίζονταν στα δύο. Ό,τι κι αν ήταν, πλέον βρισκόταν στο δάσος και σχεδόν τους είχε φτάσει.

«Είναι... Είναι...»

Όλοι σήκωσαν τα μάτια τους για να αντικρίσουν τον τερατώδη Γκάλιο, που δρασκέλιζε προς το μέρος τους, σχηματίζοντας ένα μονοπάτι από κομμένα δέντρα στο πέρασμά του. Οι άνδρες έτρεξαν, κάνοντας μόλις μερικά βήματα μέσα στο δάσος, προτού ένα τεράστιο πέτρινο χέρι τους αρπάξει και τους σηκώσει ψηλά. Ο Γκάλιο αγριοκοίταξε με το τεράστιο μάτι του τα τρεμάμενα ανθρωπάκια που κρατούσε σφιχτά στο χέρι του.

«Μήπως ήρθε η ώρα για μάχη;», είπε ο κολοσσός με ένα χαμόγελο. «Σας προκαλώ!»

Άνοιξε τη σφιγμένη γροθιά του και σήκωσε το άλλο χέρι του για να λιώσει τους δύο άνδρες στις παλάμες του.

«Όχι!» ακούστηκε μια φωνούλα. «Σε παρακαλώ, σταμάτα!»

Ο κολοσσός εντόπισε τη Λουξ κάτω στο έδαφος να χτυπά τους αστραγάλους του με τα δεμένα της χέρια.

«Δεν είναι σωστό!», φώναζε.

Μπερδεμένος ο Γκάλιο ακούμπησε τους άνδρες στο έδαφος και τους ελευθέρωσε. Η Λουξ άκουσε τα γρήγορα βήματα των ανδρών να απομακρύνονται από εκείνη τρέχοντας σαν ελάφια σε κυνήγι. Καθώς λυνόταν από τα δεσμά της, σήκωσε το βλέμμα της στον κολοσσό.

«Γύρισα και είχες φύγει, κορίτσι», είπε εκείνος. «Γιατί είσαι στο δάσος;»

«Δεν, δεν ξέρω», απάντησε η Λουξάνα.


Ο Γκάλιο έγειρε σε μια πλαγιά, κοιτώντας τα αστέρια μαζί με τη φίλη του, το μικρό ξανθόμαλλο κοριτσάκι. Κανένας τους δεν μιλούσε και ακουγόταν μόνο πού και πού κάποιος αναστεναγμός. Καμία σχέση με τις αγωνιώδεις ανάσες της Λουξ νωρίτερα. Ήταν ο ήχος δύο πλασμάτων που είχαν βρει την ευτυχία ο ένας στη συντροφιά του άλλου.

«Συνήθως δεν μένω ξύπνιος τόσο πολύ», είπε ο κολοσσός.

«Ούτε εγώ», είπε η κοπέλα με ένα τεράστιο χασμουρητό.

«Πώς γίνεται οι άνθρωποι να περνούν χρόνο μαζί, χωρίς να μαλώνουν;» Να συζητήσουμε;»

«Όχι. Μου αρέσει έτσι», απάντησε το κορίτσι. «Νιώθω...ήρεμη».

Ο Γκάλιο συνοφρυώθηκε. Το κορίτσι είχε κάτι το διαφορετικό. Κάτι έλειπε. Δεν έλαμπε πια όπως τα αστέρια.

«Γιατί είσαι λυπημένος; Με γιάτρεψες», είπε το κορίτσι. «Όσο είσαι κοντά μου, μπορώ να γυρίσω στο σπίτι και να είμαι κανονική».

Ο Γκάλιο δεν αναθάρρησε ούτε και σήκωσε το βλέμμα του. Το κορίτσι συνέχισε τον συλλογισμό της.

«Θέλω να πω, ίσως να μπορώ να σε επισκέπτομαι κάθε μέρα για να κρατήσω την αρρώστια μου μακριά...»

«Όχι», είπε ο τιτάνας, καρφώνοντας τελικά τα μάτια του στα δικά της.

«Γιατί όχι;», ρώτησε το κορίτσι.

«Μικρό κορίτσι, είσαι ξεχωριστή. Νιώθω το χάρισμά σου από πριν να μπορείς να θυμηθείς εσύ. Το ήθελα κοντά μου για τόσο καιρό. Τώρα, όμως, βλέπω... Ότι καταστρέφω το χάρισμά σου».

«Μα σου δίνει ζωή».

Ο Γκάλιο συλλογίστηκε τα λόγια της, αλλά μόνο για μια στιγμή. Το είχε αποφασίσει.

«Για μένα η ζωή είναι πολύτιμη», είπε. «Το χάρισμά σου, όμως, είναι τα πάντα. Μην το χάσεις ποτέ».

Σηκώθηκε και πήρε το κορίτσι προσεκτικά στους ώμους του. Μαζί περπάτησαν αργά πίσω στην πόλη για να αντιμετωπίσουν ό,τι τους περίμενε.


Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να προβάλει στον ορίζοντα, όταν η Λουξ επέστρεψε στην οικογενειακή της έπαυλη. Έξω από τα τείχη της πόλης, ο Γκάλιο επέστρεφε στην ακινησία του πάνω στον πλίνθο που βρισκόταν στον Δρόμο του Μνημείου, αφήνοντας τη Λουξ να αντιμετωπίσει μόνη τα προβλήματά της.

Η σκιά χάνεται στο φως, σκέφτηκε και άνοιξε το μάνταλο της εξώπορτας.

Μπήκε στο σπίτι και βρήκε τη μητέρα της να κάθεται στην αίθουσα υποδοχής με έναν φαλακρό μεσήλικα που κρατούσε μια θήκη με εξωτικές ιατρικές κρέμες στα πόδια του.

«Λουξάνα, είμαι τόσο χαρούμενη που αποφάσισες να γυρίσεις», είπε η Ογκάθα μέσα από τα δόντια της.

Η Λουξ κοίταξε τον άνδρα στον καναπέ επιφυλακτικά.

«Για αυτόν τον κύριο σου έλεγα», ψιθύρισε η μητέρα της. «Είναι αυτός που θα διορθώσει το... πρόβλημά σου».

Η Λουξ ένιωθε να ζαλίζεται, λες και το πνεύμα της εγκατέλειπε το σώμα της για να παρακολουθήσει τι θα έλεγε στη συνέχεια.

«Ξέρεις κάτι, μητέρα;», είπε η Λουξ με φωνή που έτρεμε με τα λόγια που ήθελε να πει. «Νομίζω ότι δεν θέλω να με δει αυτός ο κύριος. Βασικά, θα ήθελα να του πεις να φύγει».

Ο εξουδετερωτής έδειχνε προσβεβλημένος. Σηκώθηκε και πέταξε την τσάντα πάνω από τους ώμους του.

«Όχι, μείνετε», τον παρακάλεσε η Ογκάθα. Στρίμωξε τη Λουξ και άρχισε να της μιλά αυταρχικά. «Δεν ξέρεις τι λες. Ο κύριος αυτός διακινδύνεψε τα πάντα για να σε σώσει. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να είσαι Ντεμασιανή. Ξέχασες την αρρώσ...»

«Δεν είμαι άρρωστη!» Φώναξε η Λουξ. «Είμαι όμορφη και σημαντική και μια μέρα θα το αποδείξω σε αυτό το βασίλειο! Και αν κάποιος έχει πρόβλημα μαζί μου, έχω έναν τεράστιο φίλο που μπορεί να του μιλήσει».

Ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιό της, αφήνοντας τη μητέρα της μόνη με τον εξουδετερωτή.

Καθώς σωριάστηκε στο κρεβάτι της, η Λουξ αναστέναξε βαθιά. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, ο νους της ήταν ήρεμος σαν μια λίμνη το καλοκαίρι. Το φως που κάποτε εκτοξευόταν από μέσα της απρόσκλητο ήταν ακόμη εκεί, αλλά μπορούσε να αισθανθεί την αρχή και το τέλος του και ήξερε ότι κάποια μέρα θα το δάμαζε.

Ενώ την έπαιρνε ο ύπνος, συνειδητοποίησε ότι το μάντρα της είχε πάντα άδικο. Κανένα φως δεν μπορούσε να σκοτώσει τις σκιές.

Η σκιά μεγαλώνει δίπλα στο φως, σκέφτηκε. Ακουγόταν ωραίο.