Short Story
Παγωμένες Καρδιές
του David Slagle

    Παγωμένες Καρδιές

    του David Slagle

    Κάντε κύλιση για να ξεκινήσετε

    Παγωμένες Καρδιές
    του David Slagle

    «Μαμά, να σου κάνω μια ερώτηση;»

    «Τι τρέχει, Νούνου; Κάτι κάνει τη μύτη σου να ζαρώνει και δεν νομίζω ότι φταίει το ελκίρ... όχι αυτήν τη φορά τουλάχιστον. Χωρίς παρεξήγηση, Κόνα!»

    «Χαχα, τα ελκίρ μυρίζουν χάλια. Αλλά... πάντα τα βάζουμε να σέρνουν τα κάρα μας. Δεν θέλω να φύγω, μαμά. Μ' αρέσει αυτό το χωριό. Βρήκα ένα πολεμικό κέρας μέσα στις λάσπες!»

    «Έλα 'δω τότε, μικρή μου γκριμάτσα, για να σου υπενθυμίσω κάτι. Υπάρχει λόγος που οι Νοτάι πρέπει να φεύγουν μόλις στρώσει το πρώτο χιόνι. Είναι μια περιπέτεια που η μητέρα του χειμώνα μάς έχει εμπιστευτεί».

    «Εννοείς η Ανίβια;»

    «Ναι. Λένε ότι είναι φοίνικας που έχει σταλακτίτες αντί για πούπουλα και τα φτερά της τα κουβαλάει ο παγωμένος άνεμος μπρρρρρ! Όμως, εμείς οι Νοτάι ξέρουμε ότι αυτό που κάνει την Ανίβια να πετάει είναι η ελπίδα και ότι δεν είναι φύλακας του κόσμου μας, όπως λένε οι Αβαροζιανοί. Η Ανίβια είναι ελευθερία. Είναι το πνεύμα που σε γεμίζει καθώς ακολουθείς το πάθος σου, όσο σκληρός κι αν είναι ο κόσμος. Ξέρεις τι είναι πάθος, Νούνου;»

    «Δεν είναι αυτό που ο βάρβαρος φιλάει την ηγέτιδα της φυλής;»

    «Χμμ, μερικές φορές ναι και μερικές φορές η ηγέτιδα είναι αυτή που φιλάει τον βάρβαρο. Αλλά αν έπρεπε να δώσω ένα όνομα σ' αυτό, θα έλεγα ότι πάθος είναι... το αίσθημα της τελευταίας γιορτής πριν έρθει ο χειμώνας, η ζεστασιά που νιώθεις μέσα σου ακόμη πιο μεγάλη, γιατί πέφτουν τα πρώτα χιόνια. Οι χοροί, τα τραγούδια, η λύρα στα χέρια μου που τρέμουν, καθώς με καίει αυτό... αυτό το πράγμα που προσπαθώ να ονομάσω! Αυτό είναι που η Ανίβια μας έχει ορίσει να διαδώσουμε σε όλο το Φρέλιορντ. Αυτό είναι που την κάνει να πετά καθώς μεταναστεύει! Σε μερικά χωριά μάς βλέπουν ως αναξιόπιστους εμπόρους, ενώ σε άλλα μας φοβούνται για τον πάγο που προμηνύει τον ερχομό μας, τον χειμώνα που ορίζει τη ζωή και τον θάνατο. Για όλους, όμως, εμείς είμαστε αυτοί που φέρνουν το τραγούδι και τη συμφιλίωση, είμαστε αυτοί που ενώνουν κάθε χωριό με το πνεύμα μας. Μπορείς να φανταστείς τι δώρο είναι αυτό, Νούνου; Το να ξέρουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί τα κάρα του καραβανιού με τόσο τράνταγμα το έχουν χαράξει στο μεδούλι μας. Η ζωή είναι ένα ατέλειωτο νήμα γεμάτο ευκαιρίες για τραγούδι...»

    «Σαν κι αυτά;»

    «Ναι, σαν τα νήματα των τραγουδιών μου. Κάθε νήμα είναι ένα τραγούδι, κάθε κόμπος είναι μια νότα και κάθε νότα είναι ένας τόπος που έχουμε επισκεφτεί ακολουθώντας την Ανίβια. Σαν κι αυτό. Αυτό είναι το βουητό των προσκυνητών που μαζεύονται κάτω από το άγαλμα της Αβαρόζα στο Ρέικελστεϊκ, μια παγωμένη λίμνη που λάμπει σαν πετράδι, τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να το έχει κανείς δικό του. Όμως οι Αβαροζιανοί έχουν χτίσει ένα μνημείο δίπλα στη λίμνη και λένε ότι τους ανήκει. Ζουν τις ζωές τους λες και είναι αγάλματα. Ηγέτιδες, Παιδιά του Ψύχους... δεν πάνε πουθενά, φοβούνται τον κόσμο που απλώνεται πέρα απ' τη σκιά της Αβαρόζα. Γι' άλλους, όμως, έχουν ήδη πάει πιο μακριά απ' όσο πρέπει...»

    «Τα Νύχια του Χειμώνα. Αυτοί μισούν τους Αβαροζιανέζους».

    «Αβαροζιανούς. Όμως το τραγούδι τούς ενώνει, κάπως έτσι. Αυτός είναι ο ήχος των αλυσίδων που δένουν τα λυκοκάραβα στο Γκλέιζερπορτ και τα Νύχια του Χειμώνα στο παρελθόν. Οι παραδοσιακοί τρόποι. Αίμα στο χιόνι. Ζουν τις ζωές τους σε κομματιασμένο πάγο. Νομίζουν ότι η δύναμή τους είναι αυτή που ανοίγει δρόμο στη θάλασσα για να περάσουν τα λυκοκάραβα... αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη για να κρατήσει τις αλυσίδες και ν' απαιτεί κι από άλλους να τις κουβαλάνε».

    «Τα θυμάμαι τα λυκοκάραβα, μαμά. Ήταν φτιαγμένα από ξύλο. Όχι από λύκους! Τα Νύχια του Χειμώνα δεν ξέρουν να δίνουν ονόματα».

    «Μερικά πράγματα, Νούνου, δεν πρέπει να τα ονομάζεις. Σαν το Κάστρο των Φυλάκων των Πάγων, πάνω από τη Μαινόμενη Άβυσσο. Όλα αυτά τα μυστικά... μυστικά δικά μου, μυστικά της ζεστασιάς που έχω βρει... Εκεί πέρα κηρύττουν τον λόγο των Τριών Αδελφών, αλλά νομίζω ότι στην πραγματικότητα στα μυστικά είναι που πιστεύουν. Πώς μπορείς να σώσεις κάποιον από κάτι που δεν ξέρει; Κάτι που μόνο τούτο το απόκοσμο μοιρολόι θυμάται, καθώς ανεβαίνει από την Άβυσσο. Αυτό που φυλάνε οι Φύλακες των Πάγων».

    «Είναι ήρωες αυτοί, όπως λένε τα τραγούδια; Θέλω κι εγώ να γίνω ήρωας!»

    «Άκου αυτές τις νότες, Νούνου. Είναι το κάστρο στο Όρος Φρόστχορν και οι υπόγειες κρύπτες του. Είναι βουβές. Κενές. Αυτό που πολέμησαν τα Παιδιά του Ψύχους έχει ξεχαστεί. Και τώρα που δεν υπάρχει κάτι άλλο να πολεμήσουν, χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να κυβερνούν. Αβαροζιανοί, Νύχια του Χειμώνα, Φύλακες των Πάγων, όλοι είναι ένα και το αυτό. Με αγάλματα, αλυσίδες και μυστικά θέλουν να γονατίσουν όλους τους ανθρώπους. Εσύ, όμως... Όταν κοιτάζω πέρα στον δρόμο, βλέπω το μέλλον σου, Νούνου. Η χαρά που θα φέρεις σε τόσους πολλούς, όπως έχεις φέρει και σε μένα. Με τη θέληση της μητέρας του χειμώνα και καθώς στέλνει τους ανέμους της να σε κουβαλήσουν, θα στέλνω αγάπη. Είσαι το τραγούδι της καρδιάς μου, Νούνου. Τι άλλες νότες θα προσθέσουμε στο μέλλον; Πού θα μας πάει η αγάπη;»

    «Μάλλον θα πάμε σε κάποιο άλλο χωριό. Αυτό, όμως, δεν θα 'χει πολεμικά κέρατα...»

    «Όχι, Νούνου. Πάντα έχει κι άλλα σ' αυτόν τον κόσμο. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τα φανταστείς! Θα μπορούσαμε να πάμε σε μια γέφυρα που κάποτε έφτανε ως τον ουρανό! Μόνο που κατέρρευσε σ' έναν καιρό ξεχασμένο και το μεγαλύτερό της μέρος είναι πίσω από τα σύννεφα. Το ακούς, όμως, αυτό; Κάποιος... τακ, τακ, τακ... περπατάει πάνω στην άκρη της. Θα μπορούσαμε να μπούμε στους τάφους πλασμάτων που κυριαρχούσαν στο Φρέλιορντ πριν τους ανθρώπους, να βρούμε την ομίχλη που παγώνει στον αέρα και δίνει σχήμα σ' αρχαία όνειρα. Τι ειν' αυτό μπροστά σου, Νούνου; Μπορείς να γευτείς ένα όνειρο με τη γλώσσα σου; Ή θα μπορούσαμε να βρούμε υπόγειες σήραγγες που διακλαδίζονται, σαν το δέντρο του κόσμου που κατέστρεψαν οι πρόγονοί μας και το 'θαψαν στον πάγο. Όλα τούτα μπορείς να τα βρεις, αρκεί να κοιτάξεις. Μπορείς να πας όπου μπορείς να φανταστείς».

    «Μπορούμε να πάμε στην κορυφή ολόκληρου του κόσμου, για να παίξω το πολεμικό μου κέρας; Βάζω στοίχημα ότι θα το άκουγε ακόμα κι η Αβαρόζα και θα γυρνούσε πίσω!»

    «Μπορούμε να πάμε εκεί τώρα αμέσως, Νούνου, αρκεί να μου πεις τα πάντα γι' αυτό. Τι θα έβλεπες; Ποια είναι η ιστορία που 'χεις στην καρδιά σου;»

    «Ξέρω πώς αρχίζει! Κάποτε ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Νούνου και τη μαμά του τη λέγανε Λάικα... και ήταν όμορφη και ζούσαν σ' ένα καραβάνι και... προσπαθούσαν να σκεφτούν πού να πάνε μετά».

    «Και τι αποφάσισαν, Νούνου;»

    «Αποφάσισαν ότι μπορούσαν να πάνε παντού μαζί! Κι έτσι το καραβάνι τους πέταξε στον ουρανό όταν η Κόνα έβγαλε φτερά απ' τον πισινό της και φτερούγισε πιο δυνατά κι απ' την Ανίβια! Και οι δυο τους ήταν ασφαλείς μέσα στη ζεστασιά, παρότι έπεφτε χιόνι. Πώς είναι να νιώθεις έτσι, μαμά; Είναι σαν αγκαλιά, μόνο που…»

    «Είναι το σπίτι. Είναι το σπίτι, μικρέ μου ήρωα. Κι έτσι θα 'ναι όπου κι αν είμαστε, όπου κι αν πάμε. Είναι ο τρόπος που ξέρουμε, παρότι το κρύο έρχεται μαζί μας, παρότι μπορεί να είναι δύσκολο και να απαιτεί ελπίδα… δεν θα 'ναι ποτέ χειμώνας, Νούνου, αν αγαπάς αυτόν που έχεις δίπλα σου».