Κάντε κύλιση για να ξεκινήσετε
Τα οράματα με πλημμυρίζουν.
Ο νους μου δεν δείχνει έλεος απόψε.
Στέκομαι σε ένα ξέφωτο και το φαντάζομαι να πνίγεται από εξωπραγματικές σκηνές. Το χορτάρι λιώνει. Οι βράχοι γίνονται παραμορφωμένα πρόσωπα. Τα φύλλα γίνονται ρευστά και στάζουν από τα κλαδιά για να σχηματίσουν λίμνες.
Το φεγγάρι είναι ένα κλειστό μάτι.
Με το πινέλο στο χέρι μου, η αιθέρια παλέτα μου αναδεικνύεται.
Οι αναμνήσεις μου επανέρχονται.
Ζωγραφίζω ξανά, ζω ξανά...
Ένας άντρας κάηκε μπροστά μου μέσα στην οπλαποθήκη του.
Γύρω μας, οι ζωγραφισμένες πύρινες φλόγες είχαν το χρώμα της αυγής. Ο χρυσός τους πυρήνας ανέδιδε πόνο, ανέδιδε την κάθε πληγή που είχαν προκαλέσει τα όπλα του. Η φλόγες σκαρφάλωσαν στους τοίχους, αλλά δεν τους έκαψαν, δεν έριξαν στάχτη, δεν έβγαλαν καπνό. Εξαπλώθηκαν μέχρι εκεί που ήθελα εγώ.
Ωστόσο έκαιγαν πιο έντονα και πιο βίαια από κάθε πραγματική φωτιά.
Ο άντρας σφάδαζε. Οι αισθήσεις του κάηκαν ολοσχερώς. Έφτασε προς μια βάση με οδοντωτά μαχαίρια από Νοξιανό ατσάλι, δουλειά των Κασούρι.
Κασούρι, σκέφτηκε. Είμαι ακόμη μακριά. Κάθε μου βήμα με απομακρύνει από την Κόγιεν.
Οι λεπίδες χρησιμοποιούνταν για να ακρωτηριάζουν και να σκοτώνουν. Προκαλούσε απίστευτο πόνο, του άξιζε να υποφέρει.
Μου δίνει τις απαντήσεις που ζητώ, με τις καυτές μου φλόγες. Με ποιους δούλευε, για πόσο καιρό, γιατί. Η οργή του αυξανόταν με κάθε ανάσα. Η ζωγραφιά μου τσάκισε τα μάτια του, καθρεφτίζοντας κάθε σταγόνα οργής.
Μου πρόσφερε τα πάντα για να σταματήσω. Χρήματα. Όπλα. Εκδίκηση, από τον ίδιο. Εμένα το μόνο που με ένοιαζε ήταν αυτή η στιγμή μεταξύ μας. Κάθε όραμα που με βάραινε έγινε δικό του. Η φωτιά ξεπήδησε από τη φαντασία μου στη δικιά του, ελαφρύνοντας το μυαλό μου.
Δεν άφησα την τέχνη μου να τον καταστρέψει. Και οι δυο μας ζούμε με τα σημάδια της, αλλά όσο εκείνος πνίγεται στις αναδρομές της φωτιάς, εγώ επιβιώνω.
Η παλίρροια με απομακρύνει. Ζωγραφίζω ξανά, ζω ξανά...
Μια γυναίκα με μεταφέρει με βάρκα μέσα σε ταραγμένα νερά.
Γύρω μας, ένα χρυσό αεράκι, πολύχρωμα φώτα με μικρά σημάδια από έντομα.
Κάτσαμε αντικριστά. Το σάργασο σκαρφάλωσε τα κύματα και έπιασε τα κουπιά. Από την ανάβρα του μυαλού μου φύτρωσαν νούφαρα, ένα δώρο από εμένα. Το σάργασο πήρε αντ' αυτών τα ζωγραφισμένα άνθη, ανοίγοντάς τα.
Τα χέρια της γυναίκας απέκτησαν ρυθμό. Δεν ήταν πάντα έτσι η διαδρομή, είπε. Αναγκάστηκε να μεταφέρει επιδρομείς, λαθρεμπόρους όπλων και δολοφόνους με μιαρές προθέσεις, που δηλητηρίασαν το κανάλι και το αρρώστησαν με το σκοτάδι τους.
Η φωνή διακρινόταν από βαθιές τύψεις.
Την άκουσα. Μάζεψα χρώματα από την παλέτα μου και τα ταίριαξα με τις κινήσεις των κουπιών της, δημιουργώντας νέα νούφαρα, νέα ζωή, δαμασκηνί και πορτοκαλί κυπρίνους στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Την ενέπνευσα να θυμηθεί γλυκές αναμνήσεις από το πονεμένο παρελθόν της. Ό,τι την βάραινε έγινε δικό μου βάρος.
Το άξενο κανάλι μεταμορφώθηκε, προσφέροντας ασφάλεια στους επισκέπτες του. Οι γραμμές των ματιών της γυναίκας γέμισαν αγνή χαρά. Στα βάθη του μυαλού μας, ακούγαμε πουλιά να τραγουδούν.
Οι σκέψεις και τα χέρια μας σταθεροποιήθηκαν και μας μετέφεραν σε ασφαλείς ακτές.
Υπάρχει φως σε αυτό που ζει στο μυαλό μου και έχω την επιλογή να ζωγραφίσω με αυτό. Αλλά… το φως πάντα δημιουργεί σκιές. Ζωγραφίζω ξανά, ζω ξανά...
Ένας καλλιτέχνης στάθηκε δίπλα μου σε ένα στούντιο στην Κόγιεν.
Γύρω μας ατελείωτο σκοτάδι που το έσπαγε μόνο το αχνό φως των κεριών. Πέρα από το ανοιχτό παράθυρο, ο ωκεανός. Ένας βιολετί καλοφαγάς με αφρό αντί για δόντια, που καταβροχθίζει τον εαυτό του ξανά και ξανά. Ο Ναός της Κόγιεν υπερασπίστηκε αυτό που θα γινόταν η τελευταία του νύχτα.
«Όλα κάποτε τελειώνουν,» είπε ο Τζιν.
Παρακολούθησε ένα κερί να καίγεται. Κοίταξα προς την παλίρροια.
«Ελπίζω να σου άρεσε η διαμονή σου εδώ,» είπα.
Ήταν ακίνητος, σαν τον θάνατο. «Τι νιώθει το κύμα για τον βράχο στον οποίο σκάει;»
Τα πάντα, σκέφτηκα. Η φύση είναι συναισθηματική, απρόβλεπτη και αρμονική.
«Τίποτα,» είπα σηκώνοντας τους ώμους μου. «Σίγουρα θα νιώθεις περισσότερα για την Κόγιεν.»
«Αυτό το μέρος μου έδειξε ό,τι ήθελα να δω,» είπε ο Τζιν, «εκτός από ένα, το φινάλε.»
Γύρισε προς το μέρος μου και εγώ προς το δικό του. «Το οποίο είναι;»
Η… ζωγραφική σου, Χουέι. Η αλήθεια της. Καταλαβαίνω πότε το κάνεις με το ζόρι και πως πάντοτε έκρυβες κάτι. Θέλω να μάθω τι είναι.»
Τα μάτια μου άνοιξαν. Δεν μπορούσα να καταλάβω το χρώμα τους. Φοβόμουν αυτό που βρήκε ο Τζιν μέσα μου.
«Τι εννοείς;» απάντησα. «Είμαι αυθεντικός.»
Ένα μάτι ανοίγει στον καμβά μου, αναζητώντας κάτι από τον Τζιν. Ζήλια, κακία, πάθος, θλίψη… Ένα συναίσθημα που θα τον δικαιολογούσε.
Όταν ανταμώσουμε ξανά, θα τον χαιρετίσω όπως και πριν. Θα φάμε μαζί. Θα τον παρακολουθήσω καθώς αλλάζει κατεύθυνση. Θα τον ρωτήσω, «Γιατί την Κόγιεν; Γιατί εμένα;» Και θα ζωγραφίσω ό,τι γνωρίζω για αυτόν, δίνοντας ζωή στους φόνους του, χρωματίζοντας τα βασανισμένα πρόσωπα που μας περιβάλλουν με ένα σκοτάδι τόσο φωτεινό, τόσο εκτυφλωτικό που μας απελευθερώνει.
Η τέχνη είναι η σωτηρία μου, αλλά και η καταστροφή μου. Μερικές φορές, νομίζω πως έχω ήδη χαθεί—
«Όχι,» είπε ο Τζιν. «Δεν έχεις χαθεί.»
Θυμάμαι πώς με έπεισε να αποκαλύψω την τέχνη μου. Ωστόσο, εξακολουθώ να ζωγραφίζω χέρια που κρατάνε πίσω τον παλιό μου εαυτό. Μάτια που αγριοκοιτάζουν. Στόματα που ουρλιάζουν. Ταυτόχρονα, τα χέρια σπρώχνουν, τα μάτια αντικρίζουν, τα στόματα ωθούν.
Στο παρελθόν και το παρόν, σηκώνω το πινέλο…
Ολοκλήρωσα τις αποψινές μου ζωγραφιές.
Γύρω μου, μαύρο και χρυσό, θραύσματα της γης, χάσματα που εκπέμπουν φως, ωδικά πτηνά σε επίχρυσα κλουβιά, το άπειρο του ματιού, γεμάτο φλέβες.
Το φεγγάρι τα βλέπει όλα. Κηλιδώνει ό,τι βρίσκεται από κάτω του—την Κόγιεν, τον Τζιν—και εγώ μένω μόνος.
Το όραμα εκρήγνυται. Στη θέση του, το δάσος είναι απλώς δάσος, συντηρώντας τον εαυτό του.
Δάκρυα ζωγραφίζονται στο πρόσωπό μου. Η παλέτα μου διαλύεται.
Είμαι ξύπνιος, αλλά ονειρεύομαι την επόμενη ζωγραφιά.