Short Story
Λύτρωση
Του Phillip Vargas

Λύτρωση

Του Phillip Vargas

Κάντε κύλιση για να ξεκινήσετε

Λύτρωση
Του Phillip Vargas

Η Σέννα ξύπνησε με μια πνιχτή κραυγή, ενώ η ανάσα της άχνιζε μέσα στην παγωμένη νύχτα. Τα χέρια της, τα πόδια της, ο λαιμός και η πλάτη της γυάλιζαν από τον ιδρώτα και ήταν καλυμμένα με έναν μανδύα άμμου. Μία και μόνο σκέψη στριφογύριζε στο μυαλό της.

Πρέπει να φτάσεις στο Μπίλτζγουοτερ.

Ανακάθισε και είδε τα σκοτεινά νερά του Χόλνεκ να κυλούν πέρα από τις μοναχικές όχθες. Τα ένστικτά της την τραβούσαν ξανά, της μιλούσαν, όπως το έκαναν από όταν ήταν παιδί. Είχε μάθει εδώ και πολύ καιρό να εμπιστεύεται αυτά τα συναισθήματα και τα προαισθήματα. Και τώρα της έλεγαν να φύγει.

Ο Λούσιαν κουνήθηκε στον ύπνο του. Γύρισε και τράβηξε τον υπνόσακο, αφήνοντάς τη ξεσκέπαστη. Ένα απαλό αεράκι πάγωσε ακόμη πιο πολύ την επιδερμίδα της και εκείνη βύθισε τα πόδια της στην άμμο, αναζητώντας λίγη ζεστασιά.

Υπήρχε μια ασυνήθιστη παλίρροια στους Θερισμούς και έτσι ταξίδεψαν προς τα βόρεια, προς το νοτιοανατολικό Βάλοραν, πλέοντας ενάντια στο ρεύμα του ποταμού, μέχρι που πλησίασαν τα Νοξιανά σύνορα. Το ζευγάρι είχε περάσει μια σύντομη ανάπαυλα μαζί σε απομόνωση, μακριά από την καταιγίδα που υπήρχε στη ζωή του. Είχαν μια ευκαιρία να ανακαλύψουν ξανά ο ένας τον άλλο μετά από χρόνια που ήταν χώρια. Είχαν ένα αίσθημα άνεσης, σαν αυτό που δίνει ένας πολυφορεμένος μανδύας. Τα ένστικτά της την τραβούσαν μακριά από το μοναδικό καταφύγιο που είχαν γνωρίσει εκείνη και ο Λούσιαν από τότε που ξανασυναντήθηκαν.

Κατάπιε τον κόμπο που ένιωθε να μεγαλώνει στον λαιμό της και έκλεισε τα μάτια της, ψάχνοντας την καρδιά της, ελπίζοντας ότι δεν είχε καταλάβει καλά, ότι τα ένστικτά της δεν ήταν τόσο βάναυσα, ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μαζί τους.

Όμως, το συναίσθημα επέμενε.

Κοίταξε επίμονα το απέραντο σκοτάδι και ένιωσε τη λάμψη αμέτρητων αστεριών —το καθένα έμοιαζε με τσακισμένη ψυχή που περίμενε τη λύτρωση, παρακολουθώντας σιωπηλά καθώς εκείνη ζούσε τη ζωή που τους είχαν στερήσει. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να χαραμίζει τη σωτηρία, αυτές τις πολύτιμες στιγμές που περνούσε με τον Λούσιαν.

Εκείνος θα καταλάβει.

Ο Λούσιαν στέναξε απαλά στον ύπνο του, με το κεφάλι του να βρίσκεται πάνω σε έναν δερματόδετο τόμο. Η αναπνοή του έγινε πιο γρήγορη καθώς στριφογύρισε κάτω από τον υπνόσακο και οι στεναγμοί του άρχισαν να δυναμώνουν. Η Σέννα τον σκούντηξε στον ώμο, μέχρι που εκείνος ξύπνησε ξαφνιασμένος. Ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στον αγκώνα του, ανασαίνοντας βαριά. Καθώς άρχισε να συνηθίζει στον κόσμο των ζωντανών, την κοίταξε επίμονα, κοίταξε μέσα από αυτήν, ενώ ακόμη έβλεπε τη γυναίκα από τον εφιάλτη του, εκείνη που δεν είχε καταφέρει να σώσει από το φανάρι του Θρες, τα χρόνια που είχε περάσει φυλακισμένη και βασανισμένη. Πήρε ακόμη μία βαριά ανάσα, ενώ η ανακούφιση άρχισε να εμφανίζεται στα μάτια του.

«Συγγνώμη,» είπε και της έδωσε τον υπνόσακο.

Κοίταξαν τον ορίζοντα. Ένα λαμπερό χείλος μοβ και λουλακί χρώματος υποδεχόταν την αυγή που πλησίαζε.

Πρέπει να του το πεις.

Απρόθυμα, η Σέννα στράφηκε προς τον Λούσιαν. «Είναι ώρα να φύγουμε.»

«Μα μόλις αρχίσαμε να βολευόμαστε», είπε εκείνος, ενώ ακόμη κοιτούσε πέρα από το νερό. Αναστέναξε βαριά. «Πού να πάμε;»

«Στο Μπίλτζγουοτερ.»

Κούνησε το κεφάλι του. «Αν υπάρχει Θερισμός, θα τελειώσει προτού φτάσουμε καν στο λιμάνι.»

Υπάρχει ακόμη χρόνος.

«Αν φύγουμε τώρα, θα είμαστε εκεί σε λίγες μέρες», είπε η Σέννα.

«Δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο να κάνουμε, παρά να θάψουμε τους νεκρούς.»

Η Σέννα σφίχτηκε από την ωμότητα που είχαν τα λόγια του, από το πόσο εύκολα εκείνος αψηφούσε το καθήκον τους ως Φρουρών του Φωτός. Αλλά ήξερε ότι δεν ήταν τόσο απλό. Τα συναισθήματά του ήταν σίγουρα πιο βαθιά και η αδυναμία του μπορεί να ήταν στιγμιαία. «Υπάρχει ακόμη μια ευκαιρία», επέμεινε εκείνη. «Το αισθάνομαι.»

Ο Λούσιαν δεν είπε τίποτα.

Η καρδιά του βρισκόταν αλλού.

Η Σέννα κοίταξε το χειρόγραφο που βρισκόταν στην άμμο, με το μεταλλικό κούμπωμα που είχε σπάσει και είχε βαθουλώσει από τα χρόνια. «Ίσως δεν έπρεπε να έχουμε έρθει τόσο βόρεια,» είπε. «Ήταν απερίσκεπτο.»

Το αρχαίο χειρόγραφο ήταν το πιο πρόσφατο απόκτημα του Λούσιαν και ο λόγος για τον οποίο είχαν πλεύσει αρχικά στην περιοχή. Εκείνος το απέκτησε στο Κρέξορ, ελπίζοντας ότι θα αποκάλυπτε έναν τρόπο για να δώσει τέλος στην κατάρα που τη βάρυνε, να την απελευθερώσει από τη Μαύρη Ομίχλη που την καταδίωκε ανελέητα από όταν ήταν παιδί —που την τραβούσε προς μια λάμψη αλλόκοτης ζωής που την είχε μολύνει όταν ανακατεύτηκε με μια δύναμη που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι τόμοι στο καράβι τους.

Η Σέννα συχνά ξυπνούσε το βράδυ και βρισκόταν μόνη στον υπνόσακό τους. Εκείνη βρισκόταν σκεπασμένη από το σκοτάδι. Εκείνος, υπό το φως των κεριών, ήταν σκυμμένος πάνω από κάποιον τόμο, αναζητώντας απεγνωσμένα απαντήσεις στην ερωτήσεις που η Σέννα είχε σταματήσει να κάνει από καιρό.

Ο Λούσιαν στράφηκε τελικά προς τη Σέννα. «Δεν έχει υπάρξει Θερισμός εδώ και μήνες,» είπε. Η ζεστασιά είχε επιστρέψει στο πρόσωπό του, μαζί με μια υποψία τύψεων. «Ήθελα να ξεκουραστούμε, ακόμη και για λίγο.»

Ένα κομμάτι από την καρδιά της Σέννα δεν ήθελε τίποτα παραπάνω. Λαχταρούσε να ξεχάσει τον τρόμο της Μαύρης Ομίχλης, να κοιτάξει ψηλά στον νυχτερινό ουρανό και να δει μόνο αστέρια.

«Το ξέρω,» του είπε εκείνη. «Και οι δύο το θέλαμε.»

Ο Λούσιαν σήκωσε το βαρύ χειρόγραφο και άρχισε να σηκώνεται. Η Σέννα ένιωθε το χάσμα να μεγαλώνει μεταξύ τους, αφήνοντάς τη μόνη στην άλλη πλευρά. Πήρε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά. «Θα ξεκινήσουμε μετά την αυγή», του είπε.

Εκείνος κάθισε στην άμμο και είδαν μαζί το ξημέρωμα.




Έφυγαν λίγο μετά την αυγή. Η Σέννα έσυρε τις τελευταίες προμήθειές τους και τις ανέβασε από μια στενή ράμπα, ενώ ο Λούσιαν έλυσε τα μαντάρια και ετοιμαζόταν να σηκώσει τη μαΐστρα. Έκαναν τις δουλειές σιωπηλά, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του, ενώ το σκάφος λικνιζόταν στα ήσυχα νερά του Χόλνεκ.

Η Σέννα τοποθέτησε ένα ξύλινο κιβώτιο στο ανεμοδαρμένο κατάστρωμα, δίπλα στις άλλες προμήθειές τους. Οι προμήθειές τους είχαν λιγοστέψει κατά την παραμονή τους. «Πρέπει να ανεφοδιαστούμε προτού κατευθυνθούμε προς το Μπίλτζγουοτερ.»

Ο Λούσιαν έγνεψε με το κεφάλι. «Μπορούμε να πλεύσουμε κατά μήκος της ακτής και να ανεφοδιαστούμε στο Χόλντραμ, αλλά θα πρέπει να αγκυροβολήσουμε και στα Λασποχώρια.»

Του έριξε ένα παραξενεμένο βλέμμα.

«Υπάρχει ένας οπλοποιός στη συνοικία των Μπούχρου που ασχολείται με ασημένιες χειροβομβίδες,» είπε εκείνος.

«Θα χάσουμε τουλάχιστον μισή μέρα στο λιμάνι.»

«Αν πρόκειται να κατευθυνθούμε σε Θερισμό, ο Θρες θα είναι εκεί,» είπε εκείνος με μάτια παγωμένα και άδεια.

Η Σέννα κοίταξε τα βαριά νερά του ποταμού, το ρεύμα του που έρεε απαλά προς τη θάλασσα. Το ένστικτό της την οδηγούσε στο Μπίλτζγουοτερ, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Η ομίχλη προχωρά ακόμη περισσότερο με κάθε καταιγίδα, είναι σαν να ψάχνει κάτι,» είπε η Σέννα. «Γιατί να επιστρέψουμε στο Μπίλτζγουοτερ;»

«Αυτά τα νησιά είναι τα αγαπημένα του λημέρια.»

«Όλο αυτό ξεπερνά τον Θρες», είπε εκείνη, πιο απότομα από όσο σκόπευε.

Ο Λούσιαν δεν απάντησε. Άνοιξε το παγούρι του, ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό και έπειτα, το κούμπωσε ξανά με το πώμα.

«Αυτός συνέχεια συνωμοτεί,» είπε τελικά. «Και όλα τα άλλα πνεύματα είναι παγιδευμένα στα βάσανά τους. Ποιος ξέρει τι εμμονές έχουν διεισδύσει σε ό,τι έχει απομείνει από το μυαλό τους;» Έστρεψε αλλού το βλέμμα, έσφιξε το σαγόνι του και τα χείλη του πιέστηκαν, σχηματίζοντας μια άκαμπτη γραμμή.

Η Σέννα σκέφτηκε το χαοτικό μωσαϊκό χαρτών και σπάγκων που απλωνόταν στους τοίχους της καμπίνας τους. Ο Λούσιαν τούς είχε χρησιμοποιήσει για να παρακολουθεί τη Μαύρη Ομίχλη για χρόνια, ενώ εκείνη ήταν φυλακισμένη στο φανάρι.

Δεν μπορεί να δει πέρα από το μίσος του.

Η Σέννα κούνησε το κεφάλι. Ήταν κάτι παραπάνω από θυμός. Ο Λούσιαν έβλεπε την ομίχλη σαν έναν τρομερό μαρασμό που απλωνόταν στον κόσμο, μια μάστιγα από πνεύματα που πρέπει να εξαγνιστούν. Όμως, ο χρόνος που πέρασε εκείνη στο φανάρι τής έδειξε έναν διαφορετικό τρόπο. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της, για να λυτρώσει αυτές τις τσακισμένες ψυχές, να τις απελευθερώσει από τα βάσανά τους.

«Ο Έκπτωτος Βασιλιάς βρίσκεται πίσω από αυτούς τους Θερισμούς. Υπάρχει μια επιθυμία εκεί... μια ευφυΐα,» είπε η Σέννα. «Το νιώθω. Εκείνος—»

Κάτι δεν πάει καλά!

Μια λάμψη άστραψε στα ανατολικά.

Ο Λούσιαν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά τα λόγια του έσβησαν προτού φτάσουν στα αυτιά της Σέννα. Τα πόδια της εξασθένησαν, καθώς ένα καταιγιστικό βάρος την πίεζε στον θώρακα. Όρμησε προς τα κάγκελα του καραβιού, αλλά αντί για αυτά, βρήκε το χέρι του Λούσιαν.

Ένας μαύρος κεραυνός βρόντηξε μέσα στη Σέννα. Τινάχτηκε και πετάχτηκε στο κατάστρωμα, ενώ όλα της τα άκρα συσπάστηκαν με δριμύ πόνο, με το σώμα της να τεντώνεται και να στριφογυρίζει, καθώς τα κόκαλά της κινδύνευαν να σπάσουν. Μια χορωδία από κραυγές παραβίασε το μυαλό της. Οι βασανισμένες φωνές αντηχούσαν και γίνονταν όλο και πιο δυνατές, μέχρι που ο κόσμος θρυμματίστηκε σε κομμάτια εκτυφλωτικού φωτός. Ένιωσε τον εαυτό της να τραβιέται μακριά από τον Λούσιαν, το σκάφος, την ακτή, αλλά και την άγκυρα που κρατούσε τη ζωή της στη θέση της.

Ένα σαδιστικό γέλιο συνόδεψε τη σιωπή.




Στάχτη άρχισε να πέφτει απαλά στο πρόσωπο της Σέννα. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και τινάχτηκε, ενώ είδε κουκκίδες του μαύρου κεραυνού να κυλούν αργά στα χέρια της. Οι βασανισμένες κραυγές εξακολουθούσαν να αντηχούν μέσα στο μυαλό της. Σιγά σιγά, οι σκέψεις της καθάρισαν και οι αψίδες ενέργειας εξανεμίστηκαν. Μόνο η ηχώ του γέλιου εξακολουθούσε να είναι εκεί.

Όχι. Όχι. Όχι... Κάτι δεν πάει καλά... Πρέπει να σηκωθείς.

Με δυσκολία, γονάτισε, αγκάλιασε το πόδι της με το χέρι της και σηκώθηκε μέσα σε σκόρπιες στάχτες και κουρνιαχτό. Ο αέρας, βαρύς και αποπνικτικός, χίμηξε στο πρόσωπό της σαν τη θερμότητα ενός ανοιχτού καμινιού, ενώ ένιωθε την αψάδα ενός φλεγόμενου κόσμου στη γλώσσα της. Παραπάτησε πάνω σε ψημένο πηλό. Το σκάφος είχε εξαφανιστεί και την είχε αφήσει μόνη σε μια πεδιάδα ηλιοψημένης λάσπης που απλωνόταν σε έναν ερημότοπο, καλυμμένο από ένα πέπλο καταχνιάς. Μια τριάδα βουνών δέσποζε σε απόσταση, με τις φλογερές κορφές τους να εκτοξεύουν καπνό στον ροδοκόκκινο ουρανό.

Η Σέννα είχε επιστρέψει στο φανάρι.

Τρόμος κατέλαβε τον θώρακά της, κάνοντας την καρδιά της να σφυροκοπά και την αναπνοή της να πηγαίνει πιο γρήγορα. Έσφιξε τα χέρια της για να τα κάνει να μην τρέμουν και πήρε μια βαθιά αναπνοή.

Κάνεις λάθος. Αυτό δεν μπορεί να είναι το φανάρι.

Όμως, το είχε δει ξανά αυτό στο παρελθόν ή κάτι παρόμοιο: καμένοι ερημότοποι, παγωμένες τούνδρες, πολύβουοι δρόμοι σε χαοτικές πόλεις. Το τοπίο άλλαζε συνεχώς και παραμορφωνόταν στη φυλακή των ψυχών, ήταν τόσο ποικιλόμορφο όσο και τα βασανιστήριά του.

Όχι, αυτό είναι κάτι άλλο.

Η Σέννα έδιωξε την αμφιβολία και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. «Μην αρνείσαι αυτήν την αλήθεια,» ψιθύρισε στον εαυτό της. «Όχι πάλι.»

Όταν βρισκόταν φυλακισμένη την πρώτη φορά, είχε σπαταλήσει πολύτιμους μήνες, ίσως και χρόνια, μην μπορώντας να αποδεχτεί τον ίδιο της τον θάνατο, παγιδευμένη σε έναν κύκλο δυστυχίας και μοναξιάς. Δεν θα έκανε πάλι το ίδιο λάθος. Είχε αποδράσει μία φορά. Θα το κατάφερνε πάλι. Άνοιξε τα μάτια της και έψαξε μια διέξοδο.

Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου πέρα μακριά.

Η Σέννα κάλεσε τη Μαύρη Ομίχλη, αλλά αντί για αυτό προσέλκυσε καπνό και κάρβουνα. Αυτά τα στοιχεία την κύκλωσαν και τη μεταμόρφωσαν σε ένα πνεύμα που το κάλυπτε ο θάνατος. Εκείνη προχώρησε και ο κόσμος έγινε θολός, σαν ένας έγχρωμος λεκές, με τις αποχρώσεις να μεταβάλλονται ραγδαία, ενώ το τοπίο άλλαζε.

Σταμάτησε με ένα τίναγμα και εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της το Μπίλτζγουοτερ. Όμως, αυτό δεν ήταν το Μπίλτζγουοτερ που γνώριζε. Το λιμάνι έχασκε κατεστραμμένο, κατατροπωμένο από έναν τεράστιο Θερισμό. Ξύλα που σαπίζουν, πέτρινοι τοίχοι καλυμμένοι με μια γλιστερή ουσία, τα κόκαλα από λεβιάθαν σε αποσύνθεση, όλα ενωμένα σε παραμορφωμένους πυργίσκους. Τα στρεβλωμένα υβρίδια αιωρούνταν στον αέρα, ανάμεσα στα σπασμένα κουφάρια κατεστραμμένων πλοίων και στα εκατοντάδες φέρετρα, γεμάτα με οστά, που βρίσκονταν κάποτε βυθισμένα στη θάλασσα. Μια περιουσία σε φόρους έπλεε ανάμεσα στα συντρίμμια, λαμποκοπώντας σαν απόκοσμα αστέρια.

Η Σέννα απελευθέρωσε το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της και το σώμα της επέστρεψε. Οι πλημμυρισμένες σανίδες του ξύλινου διαδρόμου έτριξαν από το βάρος της. Περπάτησε κατά μήκος του διαδρόμου και συνάντησε το ναυάγιο ενός στοιχειωμένου σκάφους που είχε προσαράξει, με την πλώρη του με τα χάλκινα άκρα να έχει τρυπήσει τα απομεινάρια ενός παραθαλάσσιου πανδοχείου.

Μια φιγούρα στεκόταν στο κέντρο της καταστροφής. Ήταν το άγαλμα μιας γυναίκας, τα χέρια της ορθώνονταν σε ικεσία, ενώ το πρόσωπό της ήταν διάστικτο και είχε παγώσει από τον τρόμο. Η Σέννα ένιωσε μια παράξενη οικειότητα, κάτι σαν ένα όνειρο που μισοθυμόταν και ένας καταιγισμός λύπης την κατέβαλε. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της και χάιδεψε απαλά το μάγουλο του αγάλματος. Το πρόσωπο διαλύθηκε και ολόκληρη η φιγούρα άρχισε να καταρρέει. Αργά στην αρχή και έπειτα, ταυτόχρονα, η πέτρινη γυναίκα μετατράπηκε σε έναν σωρό στάχτης.

Εκείνος την είχε βρει!

Ένας καθόλου γνώριμος φόβος άρχισε να μεγαλώνει μέσα στη Σέννα και να την παρακινεί να φύγει γρήγορα. Εκείνη τον απόδιωξε. Και βέβαια την είχε βρει εκείνος, όποια κι αν ήταν. Κανένας δεν μπορούσε να κρυφτεί από τον Θρες. Αυτό βρισκόταν στο στοιχείο του. Η Σέννα είχε γίνει μάρτυρας αμέτρητων βασανιστηρίων, με κάθε ψυχή να αποτελεί μια ατέρμονη ευκαιρία για τον Δεσμοφύλακα των Ψυχών να απολαύσει το μαρτύριό της. Η Σέννα κοίταξε τον σωρό στάχτης.

Δεν πρόκειται για τον Θρες.

Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων που είχε περάσει στο φανάρι, δεν είχε συναντήσει κάτι παρόμοιο. Ίσως να είχε βελτιώσει την τεχνική του. Αν υπήρχε μια σταθερά, αυτή ήταν η επιδίωξή του όσον αφορά την τελειοποίηση της δυστυχίας.

Η Σέννα κοίταξε τα σκοτεινά νερά του Κόλπου του Μπίλτζγουοτερ. Η πύρινη οροσειρά δέσποζε πέρα μακριά και εκτεινόταν στον ορίζοντα. Γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν πραγματικό, ήταν ένα κατασκεύασμα του φαναριού. Δεν υπήρχαν βουνά στα νότια του Μπίλτζγουοτερ. Θα έπρεπε να πλεύσει γύρω τους—

Μια αδέσποτη σκέψη πέρασε φευγαλέα από το μυαλό της. Έκανε να την πιάσει, την άρπαξε και την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Η κρύπτη ξεκλειδώθηκε, απελευθερώνοντας μια ανάμνηση.

Εκείνη βρισκόταν στον δρόμο για το Μπίλτζγουοτερ— όχι, εκείνοι βρίσκονταν στον δρόμο για το Μπίλτζγουοτερ. Λούσιαν! Θα συνέχιζε να πολεμά εκεί έξω, απεγνωσμένος να την απελευθερώσει από το φανάρι, θα υπέφερε μόνος του, όπως συνέβαινε τόσα χρόνια. Αυτό τον είχε σχεδόν καταστρέψει.

Η συνείδηση της Σέννα έκανε να αγγίξει την τεράστια απεραντοσύνη. Χαμογέλασε και αισθάνθηκε την αγάπη του Λούσιαν εκεί κοντά. Όμως, υπήρχε και κάτι άλλο, βαθύ και επείγον. Ήταν ο πανικός. Είχε αισθανθεί ξανά τον Λούσιαν σε πανικό μία ακόμη φορά, τότε που ο Θρες την είχε σκοτώσει.

Απόδιωξε τον τρόμο που είχε αρχίσει να την κατακλύζει, συγκεντρώθηκε και μίλησε. «Λούσιαν... Εδώ είμαι.»

Σιωπή.

Προσπάθησε ξανά και ξανά και ξανά. Κάθε προσπάθεια είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Λούσιαν δεν άκουγε το κάλεσμά της. Στο παρελθόν, μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του όταν βρισκόταν μέσα στο φανάρι, αλλά ο Θρες μάλλον είχε βρει έναν τρόπο να καταπνίξει τη φωνή της.

Το σώμα της έτρεμε, γεμάτο απελπισία και οργή. Έκλεισε τα μάτια της, ψιθυρίζοντας τις προσευχές που είχε μάθει πολύ καιρό πριν. «Αφαίρεσε ό,τι είναι περιττό. Κράτα μόνο την πέτρα. Αφαίρεσε ό,τι είναι περιττό. Κράτα μόνο την πέτρα.»

Άνοιξε τα μάτια της με καινούργια αποφασιστικότητα. Ο Θρες δεν είχε καταφέρει να την κερδίσει ακόμη.

Οι κανόνες της φύσης δεν ίσχυαν μέσα στο φανάρι. Το αρχαίο κειμήλιο ήταν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο βασίλειο που είχε σχεδιαστεί με στόχο τον πόνο. Φαινόταν άπειρα τεράστιο, αλλά η Σέννα ήξερε την αλήθεια. Είχε ανακαλύψει το τέλος του φαναριού, είχε πιέσει με το σώμα της τα τοιχώματά του και είχε αισθανθεί τις ραφές του.

Ενώ κοίταζε τον ουρανό, το στομάχι της άρχισε να τρέμει.

Αυτό δεν είναι το φανάρι.

Σταμάτησε για μια στιγμή. Σκέφτηκε εκείνες τις πρώτες μέρες και τα σκληρά γεγονότα που είχε αναγκαστεί να αποδεχτεί. Κατέπνιξε την άρνηση που αισθανόταν και συνέχισε να ψάχνει. Σκοτεινές στήλες ξεχύνονταν από τις φλογερές κορυφές, στέλνοντας μαύρες περικοκλάδες καπνιάς που έκαναν τον ουρανό να σκοτεινιάζει. Έπρεπε να βρει τρόπο να τρυπήσει το σταχτί πέπλο.

Διοχετεύοντας τον καπνό και τις στάχτες στον εαυτό της, μεταμορφώθηκε για μία ακόμη φορά. Το Μπίλτζγουοτερ άρχισε να ξεθωριάζει καθώς εκείνη ανέβαινε στον ουρανό. Η Σέννα πέταξε πάνω από τον ωκεανό και ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά. Όμως και τα βουνά άρχισαν να γίνονται ψηλότερα, βροντώντας και εκτοξεύοντας ατμούς στο διάβα της. Άρχισε να απομακρύνεται, για να αποφύγει τα όξινα σύννεφα, αλλά οι φλεγόμενες κορυφές άλλαξαν πορεία και την ακολουθούσαν. Ήταν πάντα εκεί και ήταν αδύνατον να τα αποφύγει.

Σκοτάδι απλώθηκε στον ορίζοντα— μια πυκνή ομίχλη που απειλούσε να καταβροχθίσει τα πάντα στο πέρασμά της. Μην μπορώντας να αποφύγει τα μεταβαλλόμενα σύννεφα, όρμησε μέσα στο σκοτάδι. Μια καταιγίδα μούγκρισε γύρω της, με τα ουρλιαχτά των αμέτρητων ψυχών να τη σπρώχνουν σαν μετωπικός άνεμος.

Δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος. Πρέπει να γυρίσεις πίσω.

Με το χέρι απλωμένο, προσπάθησε να πάει ακόμη πιο ψηλά. Ένα φως τρεμόπαιζε πέρα από τις άκρες των δαχτύλων της και οι αμφιβολίες της ξεθώριασαν, ενώ αναζητούσε την άκρη του φαναριού. Το φως έλαμπε πιο έντονα και ξαφνικά ξέσπασε στα χέρια της. Τράβηξε πίσω το χέρι της, αλλά το τσίμπημα είχε μετατραπεί ήδη σε δριμύ πόνο, σκληραίνοντας την άυλη μορφή της. Σκοτεινή ενέργεια ξεχύθηκε και την άρπαξε στον αέρα.

Η Σέννα έπεσε από τον ουρανό.




Ξύπνησε πάνω σε σκληρό χώμα. Είχε ξαναβρεί την ανθρώπινη μορφή της, ενώ ήταν δεμένη με ένα σχοινί που της προκαλούσε πόνο και ήταν γεμάτη σκόνη και στάχτες. Γύρισε ανάσκελα, βογκώντας και κάνοντας μορφασμούς, καθώς αψίδες κεραυνών κροτάλιζαν στη μουσκεμένη από ιδρώτα σάρκα της. Εξανεμίζονταν, αφήνοντας ένα διαπεραστικό μούδιασμα.

Το σωματικό μαρτύριο δεν ήταν κάτι σύνηθες στο φανάρι. Ο Θρες σπάνια κατέφευγε σε τέτοιες ποταπές μορφές βασανιστηρίων. Το μυαλό και η ψυχή αποτελούσαν πιο γόνιμο έδαφος, όπου μπορούσε να φυτέψει σπόρους μαρτυρίου. Ίσως αυτή να ήταν η τιμωρία της επειδή απέδρασε. Και πάλι όμως, κάτι δεν φαινόταν να πηγαίνει καλά.

Πρέπει να σηκωθείς!

Τρέκλισε και προσπάθησε να σηκωθεί στο ένα γόνατο, αλλά το πόδι της υποχώρησε στο βάρος της και έπεσε πάλι στο έδαφος. Ο κόσμος άρχισε να σβήνει, καθώς σύννεφα απλώνονταν σε ολόκληρο τον ουρανό, διώχνοντας το τελευταίο χρώμα που είχε απομείνει.

Πρέπει να παλέψεις... Πεθαίνεις!

Η Σέννα γέλασε με το πόσο γελοία ακουγόταν αυτή η σκέψη. Υπήρχαν χειρότερες μοίρες από τον θάνατο. Τις είχε υπομείνει για χρόνια και θα τις άντεχε ξανά αν χρειαζόταν.

Όμως, ενώ οι σκιές μεγάλωναν, άρχισε να φοβάται τι της επιφυλασσόταν αυτήν τη φορά. Η σύντομη γεύση ελευθερίας θα έκανε την αιχμαλωσία της πιο απελπιστική, τη μοναξιά της και τα μαρτύρια πιο μεγάλα από πριν.

Και τότε, μια ακόμη πιο διαβολική σκέψη πέρασε από το μυαλό της.

Όχι! Μην το σκέφτεσαι αυτό!

Ίσως να μην είχε αποδράσει ποτέ. Μήπως είχε παρακολουθήσει τον Λούσιαν να υφίσταται τη μία ήττα μετά την άλλη και το πειραγμένο της μυαλό είχε φανταστεί μια διαφορετική έκβαση, μια έκβαση που την είχε απομακρύνει από αυτόν τον λάκκο της δυστυχίας; Ίσως η απόδρασή της να ήταν απλώς μια παραίσθηση.

Καθώς άρχισε να το συνειδητοποιεί, η Σέννα ούρλιαξε, βγάζοντας έναν αρχέγονο ήχο γεμάτο οργή και απελπισία. Όχι. Δεν είχε δημιουργήσει εκείνη αυτήν την αυταπάτη, αλλά ο Θρες.

Δεν είναι αλήθεια!

Κούνησε το κεφάλι της, μανιασμένα, για να πιαστεί από φρούδες ελπίδες.

Πρέπει να σηκωθείς!

«Όχι,» είπε, πιάνοντας τους κροτάφους της.

Πρέπει να παλέψεις!

«Όχι, κέρδισε αυτός. Αυτό ήταν το σχέδιό του.»

Αν μείνεις εδώ, θα πεθάνεις!

«Έχω πεθάνει ήδη!» ούρλιαξε. «Είμαι απλώς ένα καταραμένο πράγμα!» Η φωνή της ράγισε, μαζί με κάτι άλλο που βρισκόταν μέσα της. Διπλώθηκε στη μέση και κουλουριάστηκε, για να γίνει όσο πιο μικρή γινόταν. Οι κραυγές της λύπης της αντηχούσαν στην τεράστια απεραντοσύνη.

Δεν πρόκειται για κατάρα, Σέννα. Αυτό που σου έδωσα ήταν δώρο.

Η Σέννα πετάχτηκε όρθια. Τα λόγια ήταν βαριά και αιχμηρά και διαπέρασαν το μυαλό της σαν μαχαίρι. Δεν ήταν δικά της λόγια.

Ταλαντεύτηκε στα πόδια της, αγνοώντας το μούδιασμα που ένιωθε σε αυτά. «Βγες από το μυαλό μου,» είπε εκείνη. «Μ' ακούς, Θρες;!»

Δεν ακούστηκε κανένα γέλιο. Καμία παραδοχή. Τίποτα.

Τα βουνά υποχώρησαν και οι φλεγόμενες κορυφές τους σίγησαν και έγιναν γκρίζες. Η Σέννα βρισκόταν μόνη ανάμεσα στις στάχτες που έπεφταν. Η ενέργεια κροτάλισε στο δέρμα της, ενώ οι αστραπές διέτρεχαν το σώμα της.

«Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις, Δεσμοφύλακα των Ψυχών;» ρώτησε με δόντια που έτριζαν. «Έχασες τη φόρμα σου.»

Δεν είμαι ο Δεσμοφύλακας, γλυκιά μου Σέννα. Γνωρίζω όμως τα μαρτύριά του.

Η φωνή ήταν μελωδική, θλιβερή και αντηχούσε με εύθραυστη απαλότητα. Η Σέννα είχε συναντήσει άλλους στο φανάρι και είχε επικοινωνήσει με αυτούς μέσω της κοινής μοναξιάς και του πόνου τους. Ίσως...

«Ποια είσαι;»

Σιωπή, και μετά...

Μια φίλη. Κάποια που μπορεί να σε βοηθήσει να επιστρέψεις στον Λούσιαν.

Μια αίσθηση πικρίας κατέλαβε τη Σέννα. «Πώς ξέρεις το όνομά μου;»

Ξέρω ολόκληρη τη ζωή σου. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω, αλλά πρέπει να με εμπιστευτείς.

«Είσαι εδώ για να μου προσφέρεις ελπίδα;» Γέλασε, αν και το εννοούσε σοβαρά. «Έκανα λάθος. Δεν έχασες τη φόρμα σου. Έχεις βελτιωθεί.» Η Σέννα γύρισε απότομα, ψάχνοντας το φάντασμα. «Τα παιχνίδια σου τελείωσαν, Δεσμοφύλακα των Ψυχών,» είπε. «Ο κύκλος έσπασε. Εδώ και τώρα. Φανερώσου!»

Ο κόσμος ξεδιπλώθηκε και άλλαξε, αποκαλύπτοντας τον καθαρό ουρανό πάνω από τη λευκή άμμο και τη σμαραγδένια θάλασσα. Τα κύματα περιέβαλαν τις πατούσες, τους αστραγάλους και τα γόνατά της. Κοίταξε προς τη στεριά και της κόπηκε η ανάσα. Πέρα από την κορυφογραμμή των λευκών αμμόλοφων βρισκόταν ένα πυκνό δάσος. Τα πλατιά φύλλα φτέρης ήταν ίδια με αυτά που φύτρωναν στο νησί της. Η Σέννα ήταν στην πατρίδα της.

Άκουσε μια απαλή μελωδία που ερχόταν κάτω από τις φυλλωσιές και της ξυπνούσε αναμνήσεις από τη μητέρα τους που τραγουδούσε δίπλα στη φωτιά. Η Σέννα κράτησε την ανάσα της και παρακολούθησε, ενώ ένα νεαρό κορίτσι βγήκε από τα δέντρα, μουρμουρίζοντας τον ξεχασμένο ύμνο.

Αναγνώρισε το παιδί. Ήταν εκείνη.

Το κορίτσι περπάτησε προς την ακτή, σκαλίζοντας τους αμμόλοφους με ένα χαραγμένο μπαστούνι. Ένα παγωμένο κύμα κατέκλυσε τη Σέννα. Αυτό ήταν το μοιραίο πρωινό. Η μέρα που άλλαξαν τα πάντα. Μέχρι το βράδυ, η αθωότητά της θα είχε χαθεί. Έκανε ένα βήμα προς το κορίτσι.

Είναι μόνο μια ανάμνηση, Σέννα. Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα.

«Τότε γιατί με έφερες εδώ; Είναι κι αυτό κάποιο κόλπο;»

Υπάρχει κάτι που θέλω να δεις.

Τα μάτια του κοριτσιού φωτίστηκαν. Έσκυψε και ξετρύπωσε ένα όστρακο από την άμμο. Τα τροφαντά δάχτυλα χάιδεψαν το ροζ κέλυφος και το έβαλαν σε μια τσέπη, μία από τις πολλές που είχε το παντελόνι της, η κάθε μία ραμμένη από τη μητέρα της, από διαφορετικά υφάσματα και σε διαφορετικά σχέδια, για να φυλούν τους θησαυρούς που έβρισκε. Το κορίτσι στράφηκε προς τη Σέννα και χαμογέλασε.

Η Σέννα δίστασε και έπειτα χαιρέτησε δειλά το κορίτσι.

Δεν μπορεί να σε δει.

Το κορίτσι όρμηξε προς το μέρος της Σέννα, αλλά την τελευταία στιγμή, έκανε έναν ελιγμό και βούτηξε στο νερό που βρισκόταν δίπλα της. Η Σέννα γύρισε απότομα, ενώ το στομάχι της σφίχτηκε από τον τρόμο.

Ένα ναυάγιο είχε ξεβραστεί στη στεριά.

Το κορίτσι έχωσε το ραβδί του μέσα σε μια μαύρη τρύπα στο κατεστραμμένο κουφάρι και δήλωσε ότι είχε το «δικαίωμα της περισυλλογής». Γέλασε στο άκουσμα αυτών των λέξεων, πεπεισμένη ότι η ισχύς τους της έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσει τον θησαυρό που υπήρχε στο πλοίο.

Τα χέρια της γλιστρούσαν από τον ιδρώτα και η Σέννα πάλεψε με την παρόρμηση να αρπάξει το κορίτσι και να φύγει. Από την πλεονεκτική θέση όπου βρισκόταν, είδε τον κίνδυνο που δεν μπορούσε να δει το παιδί— μια περικοκλάδα Μαύρης Ομίχλης σάλευε στο ναυάγιο.

«Δεν γνωρίζει το σκοτάδι που πρόκειται να απελευθερώσει σε όλους τους ανθρώπους που αγαπά,» είπε.

Όμως, η θέση στην οποία βρισκόταν η Σέννα αποκάλυπτε και κάτι που δεν είχε δει πριν. Καθώς η ομίχλη ξεδιπλωνόταν και προσπαθούσε να τραφεί από το παιδί, κάτω από το νερό, μια λαμπερή σφαίρα πλησίαζε, με τα νημάτια φωτός να σπάνε την επιφάνεια και να αναζητούν κάτι. Η σφαίρα προχώρησε γρήγορα προς το κορίτσι και χώθηκε στη σπονδυλική της στήλη. Το κορίτσι σφίχτηκε για μια στιγμή, ενώ τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα με φόβο και σύγχυση.

Θυμάσαι τι έγινε μετά;

«Αι-αισθάνθηκα τον κίνδυνο πριν καν τον δω... Το μυαλό μου ούρλιαζε... Μια φωνή μού έλεγε να το βάλω στα πόδια.»

Το κορίτσι πέταξε το ξύλινο ραβδί του προς τη σκοτεινή περικοκλάδα και έτρεξε προς το δάσος.

Η Σέννα έγινε όλο και πιο σκεφτική, αναπολώντας την προειδοποίηση που της έσωσε τη ζωή. «Όμως, δεν ήταν η δική μου φωνή. Ήταν η δική σου.»

Το νερό αναδεύτηκε στα πόδια της Σέννα, καθώς μια τριάδα από φωτεινά νημάτια άρχισε να βγαίνει από τη θάλασσα. Γύρισαν και περιστράφηκαν, ενώ πλέχτηκαν, σχηματίζοντας μια φωτεινή σιλουέτα από ιερό φως που μεταμορφώθηκε σταδιακά στο πνεύμα μιας νεαρής γυναίκας. Το ακτινοβόλο φως έσβηνε τις λεπτομέρειες του προσώπου της, αφήνοντας μόνο μια εντύπωση καλοσύνης και αγάπης. Ένα κύμα λύπης και χαράς κατέκλυσε τη Σέννα, όπως τα νερά ενός κατεστραμμένου φράγματος.

«Δεν έφταιγες εσύ για την επίθεση,» είπε το πνεύμα. Μίλησε με την πραγματική της φωνή και όχι μέσω του μυαλού της Σέννα. «Ήσουν ζωντανή. Και αυτό είναι κάτι που η Μαύρη Ομίχλη δεν μπορεί να το δεχτεί, καθώς απεχθάνεται κάθε μορφή ζωής.»

Αυτά τα λόγια ανασήκωσαν ένα βάρος που η Σέννα κουβαλούσε όλη της τη ζωή. Απαλλαγμένη από αυτό το βάρος, μπόρεσε να δει τη στιγμή με διαφορετικό τρόπο. «Έπρεπε να είχα πεθάνει σε εκείνη την παραλία. Θα γινόμουν απλώς ένα ακόμη πνεύμα που ουρλιάζει στην ομίχλη, αν δεν με είχες προειδοποιήσει.» Σταμάτησε λίγο για να σκεφτεί. «Γιατί με βοήθησες;»

Οι σκέψεις του πνεύματος φαίνονταν να απομακρύνονται και αν και το πρόσωπό της παρέμενε θολό πίσω από το ιερό φως, η Σέννα είδε την υποψία ενός χαμόγελου στα χείλη της. «Κάποτε ήμουν κι εγώ κορίτσι, έπαιζα με κούκλες και τραγουδούσα σαν να έπαιζα κάποιον ρόλο.» Κάρφωσε το βλέμμα της στη Σέννα. «Η ζωή πρέπει να φυλάσσεται.»

«Αλλά εσύ έμεινες και μετά,» είπε η Σέννα, ενώ η φωνή της τρεμόπαιζε. «Όλα αυτά τα χρόνια, δεν προσέλκυα εγώ τη Μαύρη Ομίχλη— εσύ ήσουν. Η αλλόκοτη μορφή ζωής. Εσύ είσαι η κατάρα.»

«Αν μπορούσα να σε είχα γλιτώσει από αυτόν τον πόνο... να είχα βγει έξω... Θα το είχα κάνει. Προσπαθούσα για χρόνια, αλλά δεν ήξερα πώς.» Το πνεύμα στράφηκε και κοίταξε κάτω προς το νερό. «Και μετά... ήθελα να σε δω να αναπτύσσεσαι, από εκείνο το τρομαγμένο κορίτσι σε αυτήν τη δυνατή γυναίκα, σε μια Φρουρό του Φωτός που πολεμά την ομίχλη. Έπρεπε να φτάσω μέχρι το τέλος.»

Η Σέννα άρχισε να ενώνει τα κομμάτια. Το πρώτο βράδυ. Το χωριό της. Το σπίτι της. Όλα όσα αγαπούσε εξαφανίστηκαν μέσα σε σκοτεινά κύματα. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτήν και σε όσους επέζησαν. Ο φόβος στα μάτια τους. Τα χρόνια που πέρασε τρέχοντας μέσα στον τρόμο. Οι άνθρωποι που έχασε, ενώ προσπαθούσαν να την προστατεύσουν. Ο Ούριας που χάθηκε, ο μέντοράς της. Τα τείχη που είχε χτίσει για να προφυλαχθεί από τον τρόμο και τις τύψεις, πιστεύοντας ότι είχε επιφέρει η ίδια την κατάρα στον εαυτό της.

«Ήμουν απλώς ένα κοριτσάκι. Αν ήξερα την αλήθεια...»

«Ήταν καλύτερα που δεν ανακατεύτηκα,» είπε το πνεύμα, κρατώντας τα απόκοσμα χέρια της. «Αν μάθαινες ότι είχες συνενωθεί με κάποιον ανεπιθύμητο επιβάτη, θα έχανες την καρδιά σου.»

«Και όμως ανακατεύτηκες,» της αντιγύρισε η Σέννα. «Αυτή η αίσθηση που με ξεσήκωνε. Η απελπισία που ένιωθα μέσα μου. Ακόμη και οι ψίθυροι στο μυαλό μου. Εσύ ήσουν πάντα!»

Το πνεύμα κατέβασε το κεφάλι του, γεμάτο ντροπή. «Σε βοηθούσα μόνο... όταν χρειαζόταν.»

«Με βοηθούσες; Έτσι νομίζεις; Τόσα χρόνια, με άφησες να υποφέρω μόνη μου!» Η Σέννα σφίχτηκε, ενώ δηλητήριο περιέβαλε τη φωνή της. «Γιατί φανερώθηκες τώρα;»

Το βλέμμα του πνεύματος συνάντησε τη ματιά της Σέννα, απαλή αλλά αποφασιστική. «Ποτέ δεν ήσουν μόνη σου, Σέννα. Δεν κατάφερνα να σε φτάσω μέσα από το πέπλο, έως τώρα.»

Ο κόσμος μεταβλήθηκε για ακόμη μία φορά, καθώς η λευκή άμμος και η σμαραγδένια θάλασσα παρασύρθηκαν από έναν αψύ άνεμο. Οι δυο τους ήταν ακόμη στο νησί, αλλά τώρα η θάλασσα ήταν μανιασμένη και τα βουνά είχαν πλησιάσει πολύ περισσότερο από πριν. Από τον ουρανό έπεφτε στάχτη.

Η Σέννα σκέφτηκε αυτές τις νέες αποκαλύψεις, καθώς και όσα είχε ανακαλύψει στο φανάρι, μυστικά που είχε μάθει από άλλους εξαφανισμένους Φρουρούς. Η παρουσία του πνεύματος την είχε σημαδέψει, οδηγώντας τη σε έναν δρόμο γεμάτο θάνατο και αιχμαλωσία. Ωστόσο, αυτή η αλλόκοτη μορφή ζωής την είχε κρατήσει ζωντανή μέσα στο φανάρι και της είχε δώσει τη δύναμη να δραπετεύσει. Και τώρα, εξακολουθούσε να τη βοηθά. Το γνώριζε βαθιά μέσα της ότι η ζωή της ήταν συνδεδεμένη με αυτό το πνεύμα.

Η Σέννα είχε πολλές ερωτήσεις και μια πικρία που δεν έλεγε να φύγει. Όμως, τα άφησε να εξαφανιστούν σαν κάρβουνα που αργοσβήνουν. Η διαφυγή ήταν το μόνο που είχε σημασία.

«Με προειδοποιούσες συνεχώς ότι αυτό δεν είναι το φανάρι,» είπε, παρακολουθώντας τα κύματα να σκάνε στην ακτή. «Όλα αυτά βρίσκονται μέσα στο μυαλό μου, σωστά;»

«Ναι. Όμως, η απειλή είναι πέρα για πέρα αληθινή. Οι δυνάμεις του Θρες ήταν αυτές που σε κατέβαλαν,» είπε το πνεύμα. «Μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά το Μπίλτζγουοτερ είναι ο στόχος του προς το παρόν.»

«Τότε αυτός είναι το κλειδί. Ο Λούσιαν είχε δίκιο.»

«Ο Δεσμοφύλακας είναι σημαντικός. Όμως, είναι τόσο σκληρός που κίνησε τα πράγματα... μόνο για τον εαυτό του,» είπε εκείνη και προχώρησε προς τον ορίζοντα. Η Σέννα ακολούθησε με τα μάτια της τη χειρονομία που έκανε το πνεύμα προς τις κορυφές των βουνών. Έβγαζαν βουητά που απλώνονταν στον ωκεανό, ενώ πυκνά κομμάτια σκοταδιού ξεχύνονταν από μέσα τους. «Τον είδες στις κατακόμβες και στους ναούς και στις μακρινές ακτές.» Το πνεύμα χαμογέλασε αδύναμα. «Εμπιστεύσου τα ένστικτά σου.»

«Τι θέλει;»

«Να αποκτήσει αυτό που δεν είναι πλέον δικό του,» είπε εκείνη, ενώ η φωνή της είχε χάσει την απαλότητά της και το ιερό φως ακτινοβολούσε με τα λόγια της. «Είναι ένα παιδί με πικρόχολη καρδιά, κάποιος που προτιμούσε ο κόσμος να μοιραστεί τη δυστυχία του, παρά να την αντιμετωπίσει μόνος του.»

«Πώς θα τον σταματήσουμε;»

«Εσύ είσαι η καλύτερη ελπίδα μας. Τα χρόνια εκπαίδευσής σου, οι δυνάμεις που διαθέτεις, ακόμη και ο χρόνος που πέρασες στο φανάρι, όλα αυτά σε βοήθησαν να γίνεις ένα τρομερό όπλο.» Το πνεύμα κοίταξε από την άλλη μεριά, με μάτια γεμάτα τύψεις. «Θα βρίσκομαι μαζί σου σε κάθε βήμα... Όμως φοβάμαι ότι στο τέλος, μπορεί να πρέπει να τα δώσουμε όλα.»

Η Σέννα έγνεψε απλώς με το κεφάλι της. «Έζησα. Πολέμησα. Πέθανα. Και ακόμη, αισθάνομαι τη ζεστασιά της αγκαλιάς του Λούσιαν, ακόμη και τώρα,» είπε η Σέννα. «Αυτή η κατάρα είναι ευλογία.» Την είχε αποδεχτεί πλέον, ακόμη και αν ο Λούσιαν δεν το είχε κάνει. Ίσιωσε τους ώμους της και έστρεψε ξανά την προσοχή της στην αποστολή. «Θα φτάσουμε στο Μπίλτζγουοτερ εγκαίρως;»

Το πνεύμα φάνηκε να το σκέφτεται. «Η επίθεση είναι ήδη σε εξέλιξη—»

Όμως προτού ολοκληρώσει την πρόταση, η μορφή του πνεύματος πάγωσε με τρόμο.

Αψίδες από μαύρο φως διαπέρασαν τη Σέννα, κάνοντάς τη να γονατίσει. Πάλεψε να πάρει ανάσα, ενώ ο ουρανός απορροφούσε το χρώμα. Τα ουράνια ορθώθηκαν γύρω τους, ενώ ο κόσμος κατέρρεε σε μια σπηλιά βροχής από στάχτη που στροβιλιζόταν περιβάλλοντάς τες. Με κάθε ιλιγγιώδη αστραπή, η σπηλιά στένευε όλο και περισσότερο, μέχρι που τελικά θα γινόταν ο τάφος της.

Η Σέννα στριφογύρισε, παλεύοντας τις συσπάσεις που έκανε το σώμα της και κοίταξε το πνεύμα. Το πνεύμα ήταν διπλωμένο στα δύο, ενώ σφάδαζε, έτρεμε και μοιραζόταν τη δυστυχία της. Ένας κεραυνός διαπέρασε την απόκοσμη μορφή της και απόδιωξε το ιερό φως.

«Τι... είναι... αυτό;» Η Σέννα ξεφύσηξε.

«Ο Θρες... Η επίθεσή του εξακολουθεί να καταστρέφει το σώμα σου... Πρέπει να διώξεις τη δύναμή του.»

Η Σέννα επικεντρώθηκε στη σκοτεινή ενέργεια που είχε συνδεθεί με το δικό της φως και την απόδιωξε, όπως θα έκανε αν ήταν Μαύρη Ομίχλη. Αυτή βγήκε κυλώντας με σταθερή ροή. Όμως, καθώς έφτασε στο κρίσιμο σημείο, η δύναμη αντιστάθηκε και μπήκε γρήγορα ξανά μέσα, περιλούζοντάς τη με πόνο. Έπεσε στο έδαφος.

Η δύναμή της εξασθενούσε με μεγάλη ταχύτητα, αλλά κάτω από το φως που έσβηνε, ένιωθε να βρίσκεται ένα τεράστιο απόθεμα ακτινοβόλας δύναμης. Αυτή ανήκε στο πνεύμα.

«Είπες ότι δεν θα είμαι ποτέ μόνη μου; Τότε απόδειξέ το!» Η Σέννα άρπαξε το απόκοσμο χέρι της γυναίκας. «Διοχέτευσε το φως σου και πρόσθεσέ το στο δικό μου.»

Εκείνη γύρισε προς το μέρος της Σέννα, αν και φάνηκε ότι πονούσε πολύ. «Ποτέ δεν—»

«Μην ανησυχείς, θα σε βοηθήσω,» είπε, ενώ κατάφερε να χαμογελάσει παρά τον πόνο της.

Μαζί, διοχέτευσαν το φως τους και άρχισαν να αντιστέκονται στη σκοτεινή ενέργεια. Συνάντησαν αντίσταση από εκείνη, αλλά μόνο για μια στιγμή και έπειτα, ο εφιάλτης εξερράγη σε μια εκτυφλωτική λευκή λάμψη.




Η Σέννα ξύπνησε ασθμαίνοντας. Ανακάθισε, ενώ σκοτεινοί κεραυνοί εξακολουθούσαν να ξεχύνονται από τον θώρακά της. Εξανεμίζονταν στον δροσερό πρωινό αέρα, καθώς εκείνη κατέρρευσε στα χέρια του Λούσιαν.

«Όχι, Σέννα... Όχι πάλι, σε παρακαλώ...» Η φωνή του Λούσιαν έτρεμε, ενώ το σώμα της ριγούσε, καθώς εκείνος το κρατούσε σφιχτά.

«Πέ-πέρασε... Είμαι καλά.» Η Σέννα περίμενε για μια στιγμή, ενώ ένιωθε την καρδιά της να χτυπά σταδιακά πιο αργά και το ρίγος να καταλαγιάζει. Τότε, απομακρύνθηκε σιγά σιγά.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Λούσιαν, ενώ τα μάτια του ήταν γεμάτα σύγχυση και τρόμο.

Ένα αδύναμο φως έλαμπε στον θώρακά της. Η Σέννα έμεινε τελείως ακίνητη, ενώ το φως έσβηνε σιγά σιγά. Εκείνη περίμενε, ενώ άκουγε, αισθανόταν και έλπιζε να πιάσει το παραμικρό σημάδι. «Είσαι ακόμη εδώ;» ρώτησε τελικά, ενώ η φωνή της έτρεμε.

«Ναι,» είπε ο Λούσιαν και το πνεύμα, στο μυαλό της και στο αυτί της.

Η Σέννα αναστέναξε και χαμογέλασε.

Ο Λούσιαν την κοιτούσε επίμονα, έγνεφε με το κεφάλι και έψαχνε για απαντήσεις. Εκείνη συνάντησε το βλέμμα του και είπε: «Πρέπει να πάμε στο Μπίλτζγουοτερ. Συνέβη κάτι τρομερό.»

Εκείνος πήγε να μιλήσει, να απαριθμήσει μια λιτανεία ερωτήσεων, αλλά η Σέννα κράτησε το χέρι του. «Θα σου εξηγήσω ό,τι μπορώ, αλλά τώρα πρέπει να φύγουμε.»

Ο Λούσιαν αναστέναξε, κάνοντας έναν βαρύ και απρόθυμο ήχο, αλλά τη βοήθησε να σηκωθεί και ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν. Το πλοίο έτριξε απαλά και λικνίστηκε στο ποτάμι, σέρνοντας την άγκυρά του και έτοιμο να πλεύσει. Η Σέννα κοίταξε προς τα ανατολικά, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή και κοιτώντας την καινούργια ημέρα, το φως του ήλιου που έλαμπε στο νερό.

Για πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό, δεν ένιωθε μόνη.