Short Story
Αυτό Που Κάποτε Έπλεε Ελεύθερο
του Michael Luo

Αυτό Που Κάποτε Έπλεε Ελεύθερο

του Michael Luo

Κάντε κύλιση για να ξεκινήσετε

Αυτό Που Κάποτε Έπλεε Ελεύθερο
του Michael Luo

Ο αιχμάλωτος στέκεται αγέρωχος. Τα πόδια του είναι αλυσοδεμένα από τους αστράγαλους σε έναν ξύλινο πάσσαλο και οι καρποί του δεμένοι σφιχτά με τραχύ σκοινί. Αίμα κυλάει στα μάγουλά του και λεκιάζει το μαύρο Νοξιανό του χιτώνιο, αφήνοντας μικρές κόκκινες λιμνούλες στα γυμνά δάχτυλα των ποδιών του. Πάνω από το κεφάλι του ο ουρανός βάφει έναν γαλάζιο καμβά με γκρίζα μπογιά, αβέβαιος για τα ίδια του τα χρώματα.

Ένας φράχτης από ψηλά, κοφτερά σίδερα περιβάλλει τον αιχμάλωτο. Κάπου κοντά, μια ομάδα στρατιωτών τρέχει από σκηνή σε σκηνή. Τα βιαστικά τους βήματα πετάνε σύννεφα σκόνης που λερώνουν τις μπότες τους. Σίγουρα θα πρέπει να τις καθαρίσουν προτού αναφέρουν στους διοικητές τους. Ο αιχμάλωτος το ξέρει αυτό, επειδή παρακολουθεί στενά την πειθαρχημένη τους συμπεριφορά εδώ και λίγες μέρες. Δεν έχει ξαναδεί κάτι παρόμοιο στη ζωή του.

Σε διάφορα σημεία του στρατοπέδου, σκούρα μπλε λάβαρα ανεμίζουν υπερήφανα, ξεδιπλώνοντας την εικόνα ενός σπαθιού που χωρίζει στη μέση δύο ανοικτά φτερά: το σύμβολο της Ντεμάσια.

Πριν από λίγο καιρό στην ίδια θέση ανέμιζαν τα μαύρα και πορφυρά λάβαρα της Νόξους. Ο αιχμάλωτος θυμάται τις διαταγές του: να ανακαταλάβει το Κάλστεντ για τη δόξα της αυτοκρατορίας.

Απέτυχε.

Και ξέρει ποιες θα είναι οι συνέπειες. Ο πόλεμος δεν συγχωρεί την αποτυχία. Αυτή είναι η αλήθεια που είναι έτοιμος να αποδεχτεί. Προς το παρόν, περιμένει να μάθει ποια θα είναι η μοίρα του. Την πρώτη φορά που πιάστηκε αιχμάλωτος, έχασε την πατρίδα του. Τώρα θα χάσει ακόμη περισσότερα.

Κλείνει τα μάτια του καθώς ένα κύμα αναμνήσεων πλημμυρίζει το μυαλό του. Ήταν δύο άντρες, θυμάται. Τον αφέντη του τον γνώριζε: ήταν εκείνος που πήρε ένα χαμένο αγόρι που βρέθηκε ξαφνικά μακριά από την πατρίδα του και το είχε μετατρέψει σε μαχητή κατάλληλο για τις αρένες των Τιμωρών. Ο άλλος ήταν ένας ξένος που ισχυριζόταν ότι ενεργούσε για το καλό της αυτοκρατορίας. Οι δυο τους έδωσαν τα χέρια και εκείνος βρέθηκε στον δρόμο για το Κάλστεντ, στη σκιά των Ασημένιων Ορέων.

Χωρίς ευχές, χωρίς αποχαιρετισμούς. Όμως, δεν ήταν o μόνος. Υπήρχαν κι άλλοι σαν κι αυτόν και όλοι τους μοιράζονταν την ίδια μοίρα και το ίδιο όνομα —«δυστυχοδιώκτες», όπως τους έλεγαν στη Νόξους. Ασυντόνιστες ομάδες ετερόκλητων μαχητών που αναλάμβαναν αποστολές που δεν άξιζαν την προσοχή μιας έμπειρης λεγεώνας. Κανείς τους δεν είχε επιλογή, αφού οι περισσότεροι ήταν σκλάβοι που αγόραζε ο στρατός από τους πρόθυμους ιδιοκτήτες τους.

«Δεν μοιάζεις Νοξιανός», ακούγεται μια φωνή, διακόπτοντας την περισυλλογή του.

Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει έναν Ντεμασιανό να στέκεται λίγο έξω από τον φράκτη. Φοράει αλυσιδωτή πανοπλία πάνω από την μπλε και καφέ του στολή και ένα κοντό σπαθί κρέμεται στη μέση του. Έχει τον αέρα αξιωματικού, διακρίνει ο αιχμάλωτος, αλλά δεν πρέπει να είναι υψηλόβαθμος.

«Πώς σε λένε;», φωνάζει ο στρατιώτης.

Ο αιχμάλωτος σκέφτεται. Πόσο κρίσιμη είναι αυτή η απάντηση; Θα επηρεάσει, άραγε, τη μοίρα του;

«Ζιν Ζάο», απαντάει, με τραχιά, ψυχρή φωνή.

«Πώς;»

«Ζιν. Ζάο.»

«Δεν μου κάνει αυτό για όνομα Νοξιανού», αναρωτιέται φωναχτά ο στρατιώτης. «Τα ονόματα των Νοξιανών είναι δυνατά, όπως… Μπόραμ Ντάρκουιλ». Προφέρει αυτές τις δύο λέξεις σαν να ανατριχιάζει.

Ο Ζιν Ζάο δεν απαντάει. Αναρωτιέται αν έχει νόημα να κάνει αυτήν την κουβέντα ενώ περιμένει την εκτέλεσή του.

«Άφησέ τον, λοχία», ακούγεται μια τρίτη φωνή. Το αυστηρό βλέμμα της νεαρής αξιωματικού κάνει τον λοχία να ξεχάσει τον αιχμάλωτο και να στρέψει όλη του την προσοχή πάνω της. Φοράει ασημένια πανοπλία με χρυσές λεπτομέρειες στις επωμίδες της. Στην πλάτη της κρέμεται μια μπέρτα σε έντονο γαλάζιο χρώμα.

«Μη χάνεις τον χρόνο σου μιλώντας σε Νοξιανούς», συμβουλεύει η αξιωματικός τον λοχία. «Δεν έχουν τις ίδιες αξίες με εμάς.»

Ο λοχίας σκύβει το κεφάλι του. «Μάλιστα, Λοχαγέ Στεμματοφύλακα. Αν μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση…»

Η λοχαγός γνέφει καταφατικά.

«Γιατί τον κρατάμε αυτόν ξεχωριστά απ' τους υπόλοιπους;»

Η αξιωματικός στρέφει το βλέμμα της στον αιχμάλωτο, με τα γαλάζια μάτια της να στάζουν περιφρόνηση.

«Αυτός εδώ πήρε περισσότερες ζωές από τους υπόλοιπους.»




Ο Ζιν Ζάο ξυπνά απότομα από τον ήχο της σάλπιγγας. Είναι καθισμένος στη λάσπη και κλωτσάει το νοτισμένο χώμα με τα μουδιασμένα πόδια του. Στηρίζει την πλάτη του στον πάσσαλο και καταφέρνει να κρατήσει αρκετή κόντρα για να σηκωθεί όρθιος. Βλέπει τον λοχία που του μίλησε την προηγούμενη μέρα να έρχεται προς το μέρος του, μαζί με τέσσερις άλλους άντρες ντυμένους με την ίδια στολή. Ανοίγουν την περίφραξη και ο λοχίας μπαίνει μέσα πρώτος, κρατώντας μια γαβάθα με αχνιστή σούπα.

«Καλημέρα. Είμαι ο Όλμπερ κι αυτή είναι η περίπολός μου», λέει ο λοχίας. «Ορίστε το πρωινό σου, Ζεν Τζο

Ο Ζιν Ζάο τον παρακολουθεί καθώς ακουμπάει τη γαβάθα στο έδαφος. Μα πώς κατάφερε να παραμορφώσει τόσο ανελέητα αυτές τις δύο συλλαβές;

Ένας από τους φρουρούς κόβει το σκοινί που δένει τους καρπούς του Ζιν Ζάο με γρήγορες και αποτελεσματικές κινήσεις. Ο λοχίας και οι υπόλοιποι στέκονται κοντά του, με τα χέρια τους ακουμπισμένα στις λαβές των σπαθιών τους.

«Άντε, τι περιμένεις, φάε», λέει ο Όλμπερ.

Ο Ζιν Ζάο σηκώνει τη γαβάθα με το φαγητό. «Έστειλαν πέντε από σας για αυτό.»

«Αυτές ήταν οι διαταγές της λοχαγού», εξηγεί ο Όλμπερ. «Δεν παρακούς έναν Στεμματοφύλακα. Είναι οι φύλακες του ίδιου του βασιλιά.»

Οι φρουροί κουνάνε τα κεφάλια τους και μουρμουρίζουν μεταξύ τους.

«Ναι, ο πατέρας της έσωσε τον προηγούμενο Τζάρβαν στο Δόντι της Καταιγίδας», αναφέρει ένας από τους στρατιώτες.

«Ποιος Τζάρβαν ήταν εκείνος;», ρωτάει ένας άλλος.

«Ο Β'. Τώρα είμαστε στον τρίτο.»

«Λέγεται Βασιλιάς Τζάρβαν ο Γ', δεν τον ξέρουμε κι από χτες», διακόπτει ο Όλμπερ. «Είναι ο βασιλιάς σας. Και ο δικός μου. Και του αξίζει λίγος σεβασμός, αφού ήρθε και ο ίδιος να πολεμήσει μαζί μας.»

Εκτιμούν πολύ τον βασιλιά τους, παρατηρεί ο Ζιν Ζάο. Ενώ οι στρατιώτες συνεχίζουν να φλυαρούν μεταξύ τους, ο Ζιν Ζάο πίνει τη σούπα του γουλιά-γουλιά και ακούει προσεκτικά την κουβέντα τους. Λένε πόσο ανόητο ήταν που ήρθαν οι Νοξιανοί τόσο δυτικά, πόσο εύκολο ήταν για τον στρατό να σπεύσει σε βοήθεια του Κάλστεντ και πώς θριάμβευσαν επειδή είχαν τη δικαιοσύνη με το μέρος τους.

Μας έστειλαν εδώ για να πεθάνουμε, συνειδητοποιεί ο Ζιν Ζάο. Σφίγγει την ξύλινη γαβάθα τόσο δυνατά που ραγίζει στα χέρια του με έναν δυνατό κρότο.

Οι Ντεμασιανοί στρέφουν την προσοχή τους επάνω του. Ο Όλμπερ κοιτάζει τον Ζιν Ζάο στα μάτια. «Χέρια.»

Ο Ζιν Ζάο απλώνει τα χέρια του, με τις παλάμες ανοιχτές προς τα πάνω.

«Έφαγες πολύ ξύλο», παρατηρεί ο Όλμπερ, καθώς δένει τους καρπούς του Ζιν Ζάο με νέο σχοινί. Οι φρουροί μαζεύονται γύρω του για να δουν. Έχει ουλές σε όλο του το σώμα, σαν ποτάμια που διατρέχουν τον χάρτη του δέρματός του. Ο Ζιν Ζάο χαμηλώνει κι αυτός το βλέμμα για να δει τι βρίσκουν τόσο ενδιαφέρον. Δεν θυμάται πια τους αντιπάλους που του έκαναν αυτές τις ουλές. Μετά από αμέτρητους αγώνες στην αρένα, ήταν τόσο λίγοι αυτοί που ήθελε να θυμάται.

«Αυτά τα τραύματα δεν είναι πρόσφατα», παρατηρεί ένας από τους φρουρούς.

«Πολύ σωστά», λέει ο Ζιν Ζάο. Η φωνή του είναι καθαρή και δυνατή και τραβά την προσοχή τους. Για μια στιγμή, μένουν ακίνητοι, σαν να τον βλέπουν για πρώτη φορά. Δεν είναι πια άλλος ένας αιχμάλωτος.

«Τι δουλειά έκανες στη Νόξους;», ρωτάει ο Όλμπερ.

«Πολεμούσα στις αρένες», απαντά ο Ζιν Ζάο.

«Είσαι Τιμωρός!», φωνάζει ένας από τους φρουρούς. «Έχω ακούσει για τα άγρια έθιμά σας. Πολεμάνε μέχρι θανάτου μπροστά σε χιλιάδες θεατές!»

«Πρώτη φορά ακούω Τιμωρό που να τον λένε Ζεν Τζο», μουρμουρίζει ένας άλλος φρουρός.

«Μήπως δεν ήταν από τους καλούς; Μπορεί γι' αυτό να τον στείλανε εδώ και να έπεσε στα χέρια μας.»

«Για μια στιγμή», λέει ο Όλμπερ. «Αφού οι Τιμωροί χρησιμοποιείτε ψευδώνυμα στην αρένα, έτσι δεν είναι;»

Ο Ζιν Ζάο κρύβει ένα χαμόγελο. Αυτός ο Ντεμασιανός είναι πιο έξυπνος από όσο δείχνει. Είναι γνωστό σε πολλούς, ακόμα και εκτός της αυτοκρατορίας, ότι οι Τιμωροί πολλές φορές επιλέγουν ευρηματικούς τίτλους για να εμφανιστούν στην αρένα. Κάποιοι θέλουν να εντυπωσιάσουν. Άλλοι έχουν κάτι να κρύψουν. Ο Ζιν Ζάο διάλεξε ένα ψευδώνυμο που του θύμιζε την παλιά του ζωή πριν του την κλέψουν.

«Βίσερο», λέει ένας φρουρός, ξεδιπλώνοντας μια περγαμηνή. «Έτσι τον φώναζαν οι άλλοι Νοξιανοί.»

Ο Όλμπερ αρπάζει την περγαμηνή. Τη διαβάζει προσεκτικά. Περνούν λίγα δευτερόλεπτα και μετά γυρίζει να κοιτάξει τον Ζιν Ζάο. «Είσαι ο Τιμωρός.»

Σιωπή. Λεπτές αχτίδες φωτός απάλυναν λίγο τον γκρίζο ουρανό.

«Βίσερο», επαναλαμβάνει ο Όλμπερ, με φωνή βαριά από δέος. «Εκείνος που δεν έχασε ποτέ.»

Οι φρουροί κοιτάζονται μεταξύ τους. Όλοι μαζί στρέφουν τα βλέμματά τους προς τον Ζιν Ζάο, τα μάτια τους διάπλατα με σεβασμό.

«Είσαι διάσημος!», λέει ένας φρουρός.

«Εσύ δεν ήσουν που νίκησες έναν μινώταυρο;», λέει ένας άλλος.

Ο Όλμπερ υψώνει το χέρι του για να πάψουν να φλυαρούν σαν ενθουσιασμένα παιδάκια. «Γιατί είπες ότι το όνομά σου ήταν Ζεν Τζο;», ρωτάει.

Ο Ζιν Ζάο αναστενάζει. «Όταν έγινα Τιμωρός, ο Ζιν Ζάο έπαψε να υπάρχει. Υπήρχε μόνο ο Βίσερο». Κοιτάζει τους δεμένους του καρπούς, τις αλυσίδες στα πόδια του και μετά γυρίζει να κοιτάξει πάλι τους Ντεμασιανούς. «Προτιμώ να ζήσω τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου με το πραγματικό μου όνομα.»

«Τι γυρεύει όμως ένας διάσημος Τιμωρός στις συνοριακές διαμάχες με τη Νόξους;», ρωτάει ξανά ο Όλμπερ.

«Με αγόρασε ο στρατός», απαντά ο Ζιν Ζάο. Νιώθει λίγο άβολα που πρέπει να τα εξηγήσει όλα αυτά. Εδώ και πολύ καιρό, ήταν βέβαιος ότι η ζωή του θα τελείωνε απότομα, στην αρένα, από κάποιο σπαθί ή κάποιο δόρυ... όχι με ένα ζεστό γεύμα και κουβεντούλα για το παρελθόν του.

Μήπως τον λυπήθηκε η μοίρα και του επέτρεψε να ζήσει λίγες ανθρώπινες στιγμές, έστω και στο τέλος;

Ο Όλμπερ δείχνει προβληματισμένος. «Δεν είχες επιλογή», λέει.

Ο Ζιν Ζάο γνέφει αρνητικά.

«Έχεις οικογένεια στη Νόξους;»

Ο Ζιν Ζάο διστάζει για λίγο και μετά γνέφει και πάλι αρνητικά. Αναρωτιέται αν έχει μείνει ζωντανό κάποιο μέλος της οικογένειάς του, οπουδήποτε στον κόσμο.

«Άρα, μάλλον είσαι έτοιμος για ένα νέο ξεκίνημα». Ο Όλμπερ κάνει νεύμα σε έναν φρουρό, ο οποίος βγάζει ένα κλειδί από την τσέπη του και ξεκλειδώνει τις αλυσίδες από τα πόδια του.

Ο Ζιν Ζάο γέρνει το κεφάλι του, ξαφνιασμένος. «Τι εννοείς;»

Ο Όλμπερ χαμογελάει. «Πάμε να ντυθείς.»




Ο Ζιν Ζάο στέκεται ευθυτενής φορώντας το νέο χιτώνιο που του έδωσαν. Το Ντεμασιανό ύφασμα αγγίζει απαλά το δέρμα του. Κοιτάζει γύρω του στη σκηνή, μετρώντας αχυρένια στρώματα και άδειες γαβάθες φαγητού. Ψιθυριστές ευχαριστίες γεμίζουν τα αυτιά του. Αναγνωρίζει τις βαθιές φωνές που ακούγονται. Είναι οι φωνές άλλων που, μέχρι πριν από λίγες ώρες, ήταν κι αυτοί αιχμάλωτοι, όπως κι αυτός.

Ένας-ένας, σηκώνονται από τα κρεβάτια τους και ευχαριστούν τους θεραπευτές που φρόντισαν τα τραύματά τους. Οπλισμένοι Ντεμασιανοί μπαίνουν στη σκηνή. Ο Ζιν Ζάο τούς παρακολουθεί να αποχωρούν, συνοδεύοντας τους αιχμαλώτους. Είναι άτομα που γνώρισε καλά στον δρόμο προς το Κάλστεντ. Πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της πορείας προκαλώντας ο ένας τον άλλο σε δοκιμασίες δύναμης, με τους νικητές να πανηγυρίζουν για την επικράτησή τους και τους ηττημένους να σκύβουν το κεφάλι από ντροπή. Οι πιο θρασείς ανάμεσά τους καυχιόντουσαν για τους Ντεμασιανούς στρατιώτες που θα σκότωναν. Όλα αυτά, βέβαια, έγιναν προτού έρθουν αντιμέτωποι με έναν πραγματικό στρατό.

Αυτό που έγινε δεν ήταν μάχη. Ο τακτικός στρατός της Νόξους μπορεί να τα πήγαινε καλύτερα, με τις λεγεώνες και τα πολιορκητικά τους όπλα, αλλά αυτοί δεν ήταν τακτικός στρατός. Ήταν κληρωτοί, ανεκπαίδευτοι στη στρατηγική, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα ενωμένο βασίλειο. Μέσα σε λίγες ώρες, το Κάλστεντ ζητωκραύγαζε τους σωτήρες του.

Μας έστειλαν εδώ για να πεθάνουμε, υπενθυμίζει ο Ζιν Ζάο στον εαυτό του. Κι όμως, η μοίρα τα έφερε έτσι και είναι ακόμα ζωντανοί. Όχι με τη θέληση της Νόξους, αλλά με αυτή της Ντεμάσια.

Η μοίρα κυλάει σαν απρόβλεπτο ποτάμι, έλεγαν κάποτε οι πρεσβύτεροι του χωριού του, και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η διαδρομή του μέχρι να φτάσει στο τέλος της.

Μια ηλικιωμένη θεραπεύτρια περνάει δίπλα του. Φοράει το ίδιο ανοιχτόχρωμο ράσο με τους υπόλοιπους θεραπευτές που εργάζονται στη σκηνή. «Πώς νιώθεις, παιδί μου;», τον ρωτάει.

«Είμαι μια χαρά», απαντάει ο Ζιν Ζάο. «Σε ευχαριστώ.»

«Μην ευχαριστείς εμένα. Να ευχαριστείς τον βασιλιά. Αυτός έδωσε τη διαταγή να περιποιηθούμε όλους τους αιχμαλώτους.»

«Ο τρίτος Τζάρβαν;». Πάλι αυτός ο βασιλιάς. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος να εμπνέει τέτοιον σεβασμό;

«Ναι, ο ένδοξος Τζάρβαν ο Γ'», τον διορθώνει εκείνη. «Σου έδωσε την ευκαιρία να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα. Να βρεις τη γαλήνη.»

Ο Ζιν Ζάο σταυρώνει τα χέρια του και κοιτάζει το έδαφος. Ο Βίσερο είχε βρει τη θέση του στην αρένα. Και σίγουρα θα υπήρχαν κι άλλοι λαοί στο Βάλοραν που θα τον υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες λόγω της δύναμής του. Όσο για τη γενέτειρά του —την Πρώτη Χώρα πέρα από τη θάλασσα που δεν έχει δει εδώ και δεκαετίες— φαντάζει τόσο ξένη πλέον, σαν απόμακρο όνειρο.

Πού θα μπορούσε να βρει τη γαλήνη; Ήθελε να τη βρει;

Όχι, είχε χάσει κάθε ευκαιρία για μια ειρηνική ζωή πριν από πολύ καιρό, όταν πήρε τη ζωή του πρώτου του αντιπάλου, επιμηκύνοντας τη δική του.

Ο Ζιν Ζάο γυρίζει να κοιτάξει τη θεραπεύτρια. «Έχω μια απορία, αν μου επιτρέπεις.»

«Πες μου, παιδί μου.»

«Αυτός ο βασιλιάς σας. Πώς είναι;»

Η θεραπεύτρια γελάει. «Γιατί δεν πας να τον γνωρίσεις, να δεις και μόνος σου;»




Ο Ζιν Ζάο περπατάει πίσω από τον Όλμπερ με τέσσερις φρουρούς να τον περιστοιχίζουν. Καθώς διασχίζουν το στρατόπεδο, κοιτάζει στο εσωτερικό των σκηνών που περνάνε: βλέπει τους στρατιώτες της Ντεμάσια να μαζεύουν τα υπάρχοντά τους και τους αξιωματικούς να ετοιμάζονται για την επόμενη αποστολή. Κυκλοφορεί η φήμη ότι κάπου κοντά, ούτε μιας βδομάδας δρόμο από το σημείο που βρίσκονται, οι δυνάμεις της Νόξους ετοιμάζονται για άλλη μια επίθεση. Ο Ζιν Ζάο αναρωτιέται αν αυτός θα είναι ο επόμενος προορισμός αυτών των ανθρώπων, ο επόμενος σταθμός σε μια διαδρομή γεμάτη δοκιμασίες, όπου καλούνται να αποκαταστήσουν την αδικία σε κάθε τους βήμα. Έχουν αποδεχτεί ότι υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό, κάτι ισχυρότερο από τη δύναμη, ίσως και πολυτιμότερο.

Προσπάθησε να φανταστεί πώς αισθάνεται κάποιος που πιστεύει τόσο πολύ στα ιδανικά του, ώστε να θυσιάζει και την ίδια του τη ζωή για χάρη τους. Υπήρξαν στιγμές στην αρένα που ένιωσε ότι η ζωή του δεν είχε καμιά αξία. Και τώρα, κάποιος βασιλιάς θεωρεί ότι του αξίζει μια ακρόαση μαζί του.

«Μάλλον θα είσαι ο τελευταίος», λέει ο Όλμπερ, δίνοντας σήμα να σταματήσουν και δείχνοντας μπροστά του.

Ο Ζιν Ζάο κοιτάζει εκεί που δείχνει το δάχτυλο του λοχία και βλέπει μια σκηνή μεγαλύτερη από όλες τις άλλες. Στην κορυφή της ανεμίζουν τα ίδια λάβαρα με το έντονο μπλε χρώμα. Φρουροί με αστραφτερή πανοπλία είναι παρατεταγμένοι σε παράλληλες γραμμές μπροστά από την είσοδο. Βλέπει έναν άντρα με Νοξιανά τατουάζ στο πρόσωπο και τον λαιμό του να βγαίνει οπισθοχωρώντας από τη σκηνή, κρατώντας έναν μικρό σάκο. Ο άντρας υποκλίνεται ξανά και ξανά μέχρι που έρχεται ένας από τους φρουρούς για να τον συνοδεύσει. Αμέσως, το κενό στη γραμμή γεμίζει κάποιος άλλος Ντεμασιανός.

«Αυτή είναι η σκηνή του βασιλιά», λέει ο Όλμπερ. «Εμείς πρέπει να μείνουμε εδώ. Μπαίνεις μέσα, γονατίζεις, δέχεσαι τις προμήθειες που θα σου δώσει ο βασιλιάς και θα έρθουμε να σε πάρουμε.»

Ο λοχίας χαμογελάει. «Ο βασιλιάς είπε ότι, αφού παρουσιαστείς μπροστά του, είσαι πλέον ελεύθερος… αλλά θα μας χρειαστείς όταν βγεις. Η Λοχαγός Στεμματοφύλακας που διοικεί το στρατόπεδο έχει δώσει εντολή να μην αφήνουμε μαχητές του εχθρού να τριγυρίζουν μόνοι τους. Τουλάχιστον μέχρι να απομακρυνθούν αρκετά από το Κάλστεντ.»

Ο Ζιν Ζάο γνέφει για να δείξει ότι κατάλαβε και βαδίζει προς την είσοδο της σκηνής.

«Ο βασιλιάς καλωσορίζει τον Βίσερο!»

Η φωνή που τον υποδέχεται είναι βαθιά και ευγενική. Ο Ζιν Ζάο προχωρά στο εσωτερικό της σκηνής. Όταν μπαίνει μέσα, γονατίζει στο δεξί του πόδι και σκύβει χαμηλά το κεφάλι του. Το δάπεδο της σκηνής είναι από ύφασμα κεντημένο με φτερωτούς ιππότες και σιδερόφρακτους πολεμιστές.

«Μπορείς να σηκώσεις το κεφάλι σου», ακούγεται μια άλλη φωνή. Ο Ζιν Ζάο υψώνει το βλέμμα του και εντοπίζει την προέλευσή της. Είναι ένας άντρας, όχι πολύ μεγαλύτερος από τον ίδιο, που κάθεται σε μια υπερυψωμένη ξύλινη καρέκλα. Φοράει λαμπρή, επίχρυση πανοπλία, με κατάμαυρα καρφιά. Το κεφάλι του κοσμεί ένα στέμμα στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Κοντά στο δεξί του χέρι βρίσκεται μια πελώρια ατσαλένια λόγχη, με αιχμή κοφτερή σαν τα δόντια κάποιου πελώριου θηρίου.

Αυτός είναι ο βασιλιάς τους, συνειδητοποιεί ο Ζιν Ζάο. Το βλέμμα του μένει προσηλωμένο στον άντρα για μια στιγμή ακόμα, παρατηρώντας την αύρα μεγαλοπρέπειας που τον περιβάλλει, η οποία συνδυάζεται με μια ισχυρή σωματική παρουσία που δεν περίμενε να αντικρίσει.

Στα αριστερά του βασιλιά στέκεται η Λοχαγός Στεμματοφύλακας, με την ίδια στωική έκφραση που είχε στο πρόσωπό της όταν τη συνάντησε για πρώτη φορά.

Στα δεξιά του, ντυμένο με ένα πολυτελές χιτώνιο, βρίσκεται ένα μικρό αγόρι. Κάθεται στη δική του ξύλινη καρέκλα, με τα μικρά δερμάτινα μποτάκια του να κρέμονται πάνω από το δάπεδο. Είναι αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς την ομοιότητά του με τον βασιλιά: και οι δυο τους έχουν την ίδια επιβλητική μύτη και το τετράγωνο πιγούνι. Οι τρεις τους περιστοιχίζονται από άλλους δύο φρουρούς, οπλισμένους με δόρατα στραμμένα προς τα επάνω.

«Βίσερο... δεν είναι πολύ συνηθισμένο όνομα», λέει ο Βασιλιάς Τζάρβαν ο Γ'. «Ποια είναι η προέλευσή του;»

Ο Ζιν Ζάο σκύβει το κεφάλι και σκέφτεται πώς να απαντήσει.

«Μίλα όταν σου απευθύνει τον λόγο ο βασιλιάς», διατάζει η λοχαγός.

«Ανάπαυση, Τιάνα», λέει ο βασιλιάς με ένα νεύμα του χεριού του. «Σίγουρα θα είναι σοκαρισμένος με όσα έγιναν αυτές τις μέρες. Μπορούμε να του δώσουμε λίγο χρόνο, έτσι δεν είναι;»

Η λοχαγός ανοίγει το στόμα της για να απαντήσει, αλλά το κλείνει χωρίς να πει τίποτα, γνέφοντας απότομα.

«Το διάλεξα για να μου θυμίζει την πατρίδα μου», απαντάει ο Ζιν Ζάο.

«Α, αλήθεια;», λέει ο βασιλιάς, γεμάτος περιέργεια. «Έχω μελετήσει τη Νόξους, αλλά πρώτη φορά ακούω για αυτό το Βίσερο. Πού είναι;»

«Δεν είναι τόσο ένα μέρος, όσο μια ανάμνηση… έστω και αν αυτή η ανάμνηση έχει άλλο νόημα στη Νόξους.»

«Α, ναι», λέει ο βασιλιάς, κοιτάζοντας φευγαλέα τον γιο του, «Οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία είναι—».

«Δεν είναι, όμως, το αληθινό μου όνομα.»

«Τολμάς να διακόπτεις τον βασιλιά;», φωνάζει η λοχαγός, οργισμένη. Το χέρι της σφίγγει τη λαβή του σπαθιού της.

Ο Ζιν Ζάο σκύβει το κεφάλι του. Και τότε ακούει γέλιο, γάργαρο και βαθύ. Είναι και πάλι η φωνή του Τζάρβαν του Γ'.

«Είσαι ο πρώτος σήμερα που έχει στενοχωρήσει τόσο πολύ την Τιάνα», λέει ο βασιλιάς. «Είναι η πρώτη της μάχη ως επικεφαλής της Ατρόμητης Φρουράς, αν και δεν μπορείς να την πεις ακριβώς μάχη, όπως σίγουρα θα είδες κι εσύ.»

Χαϊδεύει καθησυχαστικά τον ώμο του νεαρού πρίγκιπα που δεν έχει πει τίποτα τόση ώρα, παρατηρώντας προσεκτικά τον πατέρα του. «Σε παρακαλώ», λέει ο βασιλιάς. «Πες μας την ιστορία σου, Βίσερο, κι ας μην ξέρω ακόμα το αληθινό σου όνομα.»

Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, ο Ζιν Ζάο παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Το όνομά που μου έδωσαν οι γονείς μου είναι Ζιν Ζάο. Έχω να τους δω από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Μπορεί να είναι ζωντανοί, μπορεί και όχι... δεν ξέρω.»

Καταπίνει με δυσκολία. «Γεννήθηκα στο Ράικκον, ένα παραθαλάσσιο χωριό στην Πρώτη Χώρα, τη γη που εσείς λέτε Ιονία. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σε ένα ψαροκάικο που λεγόταν Βίσερο, βοηθώντας τους γονείς μου. Η ζωή μου ήταν απλή και ήρεμη… μέχρι που εμφανίστηκαν οι επιδρομείς, με τα κόκκινα και μαύρα πλοία τους.»

Κλείνει τα μάτια του για ένα δευτερόλεπτο. Κανείς από τους Ντεμασιανούς δεν λέει κουβέντα.

«Δεν είχαμε καμιά ελπίδα. Με άρπαξαν. Μετά από μήνες στη θάλασσα, βρέθηκα στη Νόξους. Όλα ήταν... τεράστια, καταπιεστικά, επιβλητικά. Πουθενά δεν υπήρχε η φυσική ομορφιά που έβλεπες παντού στην πατρίδα μου.»

Στα αυτιά του Ζιν Ζάο φτάνουν χαμηλόφωνοι ψίθυροι που μοιάζουν να επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά του. Ένα βαθύ μουρμουρητό, μια ψιλή φωνούλα που κάτι ψελλίζει.

«Όπως και κάθε άλλο παιδί που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, έκανα ό,τι μπορούσα για να επιβιώσω. Κάποια από τα κατορθώματά μου, για τα οποία δεν είμαι καθόλου περήφανος, τράβηξαν την προσοχή ισχυρών ανθρώπων. Αναγνώρισαν τη δύναμή μου και με έκαναν μαχητή. Έτσι γεννήθηκε ο Βίσερο —όχι πια ένα ψαροκάικο, αλλά ένας Τιμωρός.»

Αναστενάζει και η φωνή του μαλακώνει. «Σκότωσα πολλούς, πάρα πολλούς εχθρούς. Ποτέ δεν έμαθα τα ονόματα των περισσότερων. Όσο περισσότερους σκότωνα, τόσο πιο δυνατά κραύγαζε το πλήθος «Βίσερο! Βίσερο!» και γέμιζαν με το χρυσάφι τους τις τσέπες των αφεντικών μου. Έτσι πίστευα ότι θα ζούσα όλη τη ζωή μου, πολεμώντας στην αρένα για την απόλαυση άλλων. Μέχρι που η Νόξους πρόσφερε στους ιδιοκτήτες μου περισσότερο χρυσάφι από αυτό που θα κέρδιζαν από την αρένα.»

Ο Ζιν Ζάο σκύβει πιο βαθιά το κεφάλι του. «Και κάπως έτσι βρέθηκα εδώ. Οι στρατιώτες σας ξέρουν τα υπόλοιπα.»

Ο Τζάρβαν ο Γ' είναι σιωπηλός. Όλοι περιμένουν να μιλήσει.

«Έζησες μια ενδιαφέρουσα ζωή», λέει κάποια στιγμή ο βασιλιάς. Ρίχνει μια ματιά στον γιο του και στρέφει το βλέμμα του και πάλι στον Ζιν Ζάο. «Σε ευχαριστώ που μοιράστηκες μαζί μας την ιστορία σου. Είμαι υπερήφανος που μπορώ να σε απελευθερώσω από τα δεσμά της Νόξους. Όχι μόνο εγώ, αλλά ολόκληρη η Ντεμάσια.»

Ο βασιλιάς γνέφει σε έναν από τους φρουρούς, ο οποίος βγάζει έναν λινό σάκο και τον αφήνει στα πόδια του Ζιν Ζάο. Ακούγεται το κουδούνισμα των νομισμάτων.

«Αυτή είναι η γενναιοδωρία του Τζάρβαν του Γ'», δηλώνει η Λοχαγός Στεμματοφύλακας. «Έχει μέσα αρκετό χρυσό για να ταξιδέψεις μια εβδομάδα. Ως εισβολέας στα εδάφη που προστατεύει το βασίλειο της Ντεμάσια, διέπραξες μεγάλο παράπτωμα. Όμως, σε ένδειξη καλής πίστης, ο βασιλιάς μας αποφάσισε να σου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Μην τη χαραμίσεις.»

Ο Ζιν Ζάο κοιτάζει το πουγκί. Δεν κουνιέται από τη θέση του. Είναι όντως τόσο απλό; Μπορεί να πάρει τον σάκο και να φύγει... έτσι, χωρίς να τον ενοχλήσει κανένας; Μόλις πριν από λίγο, άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, σε έναν ξένο που θα μπορούσε να βάλει τέλος στη ζωή του με ένα νεύμα του χεριού του.

Ωστόσο, αυτός ο ξένος τον άκουσε με προσοχή. Και τώρα δεν τον ένιωθε πια ξένο.

Ίσως να μη βρω ποτέ μου τη γαλήνη, αλλά μήπως μπορώ να βρω έναν σκοπό;

«Εμπρός, λοιπόν», λέει η Λοχαγός Στεμματοφύλακας, δείχνοντας προς την έξοδο με δύο δάχτυλα.

Ο Ζιν Ζάο σκύβει το κεφάλι του. «Θέλω να ζητήσω κάτι, αν μου επιτρέπετε.»

«Μίλα», λέει ο βασιλιάς.

«Θέλω να γίνω μέλος της φρουράς σας.»

«Αδιανόητο!», φωνάζει η Λοχαγός Στεμματοφύλακας. Οι φρουροί χτυπούν τα κοντάρια των δοράτων τους στο έδαφος για να υποστηρίξουν τη δήλωσή της.

Ο βασιλιάς γελάει χαμηλόφωνα και γυρίζει να μιλήσει στη λοχαγό του. «Πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.»

«Αποκλείεται, δεν πιστεύω—», ξεκινά να λέει η Λοχαγός Στεμματοφύλακας, αλλά το υψωμένο χέρι του βασιλιά την κάνει να σταματήσει.

«Αφήστε τον να εξηγήσει», λέει ο Τζάρβαν ο Γ' με ένα πλατύ χαμόγελο. «Θέλω να μάθω πώς έφτασε σε αυτήν την απόφαση.»

Ο Ζιν Ζάο σηκώνει το κεφάλι του. Κοιτάζει τον βασιλιά κατάματα. «Μου δείξατε έλεος και με τιμήσατε», λέει. «Δύο πράγματα που δεν έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Όλα αυτά τα χρόνια στη Νόξους, πολεμάω για έναν σκοπό που δεν είναι δικός μου. Ως τώρα, είχα μάθει στη ζωή μου μόνο δυο αλήθειες. Η νίκη σήμαινε ζωή και η ήττα θάνατο. Αυτή ήταν η πραγματικότητα στην αρένα, όπου είδα αμέτρητους μαχητές να πέφτουν νεκροί ή να εξαφανίζονται αν έχαναν πολλές φορές. Όμως, εσείς και ο λαός σας πολεμάτε για κάτι άλλο. Κάτι ανώτερο.»

Μια ριπή ανέμου διακόπτει τη σιωπή που επικρατεί μέσα στη σκηνή. Δύο μικρά μποτάκια αλλάζουν θέση νευρικά. Ο Ζιν Ζάο καθαρίζει τον λαιμό του.

«Και προτιμώ να πεθάνω πολεμώντας για αυτόν τον σκοπό, παρά να μετανιώνω σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου που δεν πήρα ποτέ αυτήν την απόφαση.»

Ο Τζάρβαν ο Γ' σκύβει μπροστά στην καρέκλα του. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει πριν από αυτόν.

«Τα λόγια σου είναι πολύ ωραία», λέει ο βασιλιάς. «Θα έλεγα ότι μιλάς καλύτερα και από πολλούς συμβούλους μου. Όμως, οι φρουροί περνούν από σκληρή εκπαίδευση που διαρκεί χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Πώς μπορώ να ξέρω ότι είσαι ικανός;»

Ο Ζιν Ζάο κοιτάζει τον βασιλιά, μετά τον πρίγκιπα και τέλος τη Λοχαγό Στεμματοφύλακα. Ξέρει καλά τι θα μπορούσε να πει. Ξέρει όμως και τι θα μπορούσε να κάνει. Είναι δική του η επιλογή;

Όχι.

Είναι μια απόφαση που υπαγορεύει η μοίρα.

Αρπάζει το πουγκί με τα νομίσματα και το πετάει στη λοχαγό, χτυπώντας την στο πρόσωπο. Προτού εκείνη προλάβει να συνέλθει, κλοτσάει χαμηλά τα πόδια του φρουρού στα αριστερά του, κάνοντάς τον να πέσει στο έδαφος. Ο Ζιν Ζάο αρπάζει το δόρυ του Ντεμασιανού και το φέρνει σε κύκλο γύρω του, σαρώνοντας τα πόδια του άλλου φρουρού στα δεξιά του. Το σώμα του κινείται ενστικτωδώς, γρήγορα και ρευστά, καθώς το μυαλό του φαντάζεται ότι είναι πάλι στην αρένα. Με έναν τελευταίο στροβιλισμό του όπλου, τινάζει το δόρυ του μπροστά και σταματά με τη λαβή λίγα εκατοστά από τον λαιμό του βασιλιά.

Ο μικρός πρίγκιπας παρακολουθεί με κομμένη ανάσα. Οι φρουροί του βασιλιά ανασυντάσσονται. Κι άλλοι στρατιώτες τρέχουν να μπουν στη σκηνή ενώ η λοχαγός τραβάει το σπαθί της.

Ο Ζιν Ζάο πέφτει στα γόνατα. Αφήνει κάτω το δόρυ και σκύβει το κεφάλι του. Καλοφτιαγμένα ατσάλινα όπλα αγγίζουν το δέρμα του.

Τα νεύρα όλων είναι τεντωμένα. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Ζιν Ζάο. Τα δικά του μάτια είναι κλειστά. Είναι έτοιμος να δεχτεί ό,τι και αν συμβεί στη συνέχεια.

Ο βασιλιάς ισιώνει τον μανδύα του. «Αφήστε τον», διατάζει. «Ο πατέρας μου έλεγε κάποτε ότι η Νόξους χαράμιζε τα μεγαλύτερα ταλέντα της σε εκείνες τις αρένες. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε.»

«Μα βασιλιά μου», ικετεύει η Λοχαγός Στεμματοφύλακας, «Προσπάθησε να σε σκοτώσει!»

«Όχι, Τιάνα», απαντά ο βασιλιάς. «Μου έδειξε πώς θα μπορούσε να με σκοτώσεις κάποιος. Ακόμη και μπροστά στους έμπιστους φρουρούς μου.»

«Ζητώ ταπεινά συγγνώμη», λέει ο Ζιν Ζάο. Η φωνή του είναι ψύχραιμη και μετρημένη, μια ήρεμη παλίρροια που δεν είναι έτοιμη ακόμα να ξεσπάσει. «Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλον τρόπο για να αποδείξω την αξία μου.»

«Την απέδειξες και με το παραπάνω», είπε ο βασιλιάς. «Τόσο σε εμένα όσο και σε αυτούς τους πολεμιστές της Ντεμάσια. Νομίζω ότι μπορείς να τους διδάξεις μερικά πράγματα.»

«Δεν θα επιτρέψω να αμαυρώσει ένας αιχμάλωτος την τιμή της βασιλικής φρουράς!», φωνάζει η Λοχαγός Στεμματοφύλακας.

«Όταν αυτός ο άντρας στάθηκε απέναντι στο βλέμμα μου, δεν ήταν πλέον αιχμάλωτος». Ο βασιλιάς σηκώνεται από την καρέκλα του. «Η Ντεμάσια ιδρύθηκε πριν από πολλά χρόνια από καλούς ανθρώπους που αναζητούσαν καταφύγιο από τα δεινά του κόσμου. Η ιστορία αυτού του άντρα μού θυμίζει εκείνες τις παλιές ιστορίες, με τον Μέγα Όρλον και τους ακολούθους του. Τις ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου.»

Η ματιά του πέφτει στον πρίγκιπα που τον κοιτάζει κι αυτός, έκπληκτος. «Γιε μου, χαρά της ζωής μου», λέει ο βασιλιάς, «δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ να δεις αυτήν τη στιγμή. Να δεις και μόνος σου γιατί πρέπει να τηρούμε πάντα τις αξίες μας, ώστε να εμπνέουμε και άλλους να κάνουν το ίδιο. Καταλαβαίνεις;»

«Μάλιστα, πατέρα», λέει ο πρίγκιπας. Η φωνή του είναι ψιλή, αλλά σταθερή.

Ο βασιλιάς κάνει ένα βήμα μπροστά. «Ζιν Ζάο, με συγκίνησες με τη ζωή και το θάρρος σου. Ένιωσα όπως είχα πολύ καιρό να νιώσω». Σκύβει και βοηθά τον Ζιν Ζάο να σταθεί στα πόδια του. «Παρόλο που δεν είσαι γεννημένος στην Ντεμάσια, θα σου επιτρέψω να ταξιδέψεις μαζί μας στο βασίλειό μου, όπου θα έχεις την ευκαιρία να αποδείξεις την αξία και την αφοσίωσή σου στην προσωπική μου φρουρά.»

Ο Ζιν Ζάο νιώθει τα δυνατά χέρια του βασιλιά να σφίγγουν τους ώμους του.

«Δεν σου δίνω αυτήν την ευκαιρία ελαφρά τη καρδία. Μην την πάρεις επιπόλαια.»

Ο Ζιν Ζάο κοιτάζει τον Τζάρβαν τον Γ' στα μάτια. Και για πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό, νιώθει τη χαρά να πλημμυρίζει το είναι του, όπως τα κύματα στα οποία πετούσε κάποτε το Βίσερο.




Στα βόρεια του Κάλστεντ, το κρύο είναι τσουχτερό τη νύχτα. Θέλουμε ακόμα κάπου μια εβδομάδα για να φτάσουμε στα τείχη της Μεγάλης Πόλης της Ντεμάσια, σκέφτεται ο Ζιν Ζάο καθώς βγαίνει από τη σκηνή του. Ένα γνώριμο πρόσωπο τον περιμένει κοντά στην είσοδο.

«Δεν κοιμήθηκες ακόμα;», ρωτάει ο Όλμπερ.

«Λέω να πάω μια βόλτα. Δεν θ' αργήσω.»

Ο Ζιν Ζάο περιδιαβαίνει μόνος του στο στρατόπεδο και προσπαθεί να κατανοήσει βαθύτερα το πνεύμα των νέων του συμμάχων. Είναι όλοι τους πολύ υπάκουοι και πάντοτε σπεύδουν να βοηθήσουν και να προστατεύσουν ο ένας τον άλλον. Η πειθαρχημένη τους συμπεριφορά φέρνει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Στρίβει σε μια γωνία για να δει καλύτερα το μισοφέγγαρο που λάμπει στον ουρανό, όταν νιώθει ξαφνικά μια στιβαρή δύναμη να τον τραβάει προς τα κάτω.

Το σώμα του πέφτει με φόρα στο έδαφος.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του μερικές φορές και, όταν συνέρχεται, συνειδητοποιεί ότι κάποιος τον έχει σύρει στο εσωτερικό μιας σκοτεινής σκηνής. Βλέπει τη λοχαγό να τον κοιτάζει από ψηλά. Πίσω της στέκονται γεροδεμένοι στρατιώτες με επιβλητικές βαριές πανοπλίες.

«Μπορεί να κέρδισες την εύνοια του βασιλιά, αλλά για μένα δεν θα γίνεις ποτέ Ντεμασιανός», δηλώνει.

Καθώς ο Ζιν Ζάο προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, εκείνη τραβάει το σπαθί της. Όπως η αγέλη που ακολουθεί τη λέαινα, οι στρατιώτες της κάνουν το ίδιο.

«Θα σε παρακολουθώ», τον προειδοποιεί. «Αν συμβεί οτιδήποτε στον βασιλιά ενώ είσαι στην υπηρεσία του—»

Ο Ζιν Ζάο πιάνει με τα γυμνά του χέρια τη λεπίδα του σπαθιού της. «Αυτός είναι ο όρκος μου σε εσένα.»

Η Τιάνα Στεμματοφύλακας τον κοιτάζει εμβρόντητη, καθώς στρέφει την κόψη του σπαθιού προς τον λαιμό του.

«Αν συμβεί κάτι», λέει ο Ζιν Ζάο. «Μπορείς να με σκοτώσεις.»