Κάντε κύλιση για να ξεκινήσετε
Το αγόρι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τον τρόμο να δίνει στα πόδια του φτερά.
Το ισχνό μισοφέγγαρο στον ουρανό δεν μπορούσε να κρατήσει το σκοτάδι μακριά από το μονοπάτι του και μόνο το φως των αστεριών έκανε την ομίχλη γύρω του να φεγγίζει. Τα δέντρα περνούσαν δίπλα του, σαν θολές σιλουέτες. Το φανάρι που κρατούσε στο χέρι του τρεμόπαιξε και απείλησε να σβήσει. Όμως αυτό που φοβόταν το αγόρι δεν ήταν το σκοτάδι.
Ήταν το πράγμα που το κυνηγούσε, κρυμμένο μέσα στις σκιές.
Το αγόρι είχε νιώσει την παρουσία του, προτού αντιληφθεί οτιδήποτε άλλο —μια ξαφνική ψύχρα στον καλοκαιρινό αέρα, έναν ύπουλο φόβο που έσφιξε ξαφνικά την καρδιά του. Συμπτώματα που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να αγνοήσει ή να τα αποδώσει στην κούραση και την προχωρημένη ώρα. Σε κάθε άλλη περίπτωση, θα είχε επιπλήξει τον εαυτό του που επέτρεπε στη φαντασία του να τον επηρεάζει. Ήταν πια δεκατριών, δεν έπρεπε να τον φοβίζουν πλέον οι φευγαλέες σκιές και τα άκακα πνεύματα.
Όμως αυτό το πνεύμα είχε κοιτάξει μέσα στην ψυχή του με τα γαλάζια, λαμπερά μάτια του. Αυτή η σκιά είχε ψιθυρίσει το όνομά του.
Το αγόρι μάζεψε το θάρρος του και κοίταξε πίσω για να δει αν τον ακολουθούσε ακόμα... και φυσικά έπεσε πάνω σε κάτι. Έπεσε κάτω, ανήμπορο να αναπνεύσει, και το φανάρι του κύλησε δίπλα του, με την αδύναμη φλόγα του να χορεύει ανεξέλεγκτα. Η έκπληξη και ο πόνος έδωσαν γρήγορα τη θέση τους στον φόβο, όταν είδε τη φιγούρα που δέσποζε μπροστά του.
Ήταν ένας άντρας, ψηλός και λεπτοκαμωμένος. Το στήθος του ήταν γυμνό, παρ' όλο που η νύχτα ήταν ασυνήθιστα ψυχρή. Από τη μέση και κάτω, φορούσε ένα ανοιχτό, φθαρμένο κιμονό που ανέμιζε στον άνεμο. Στη μέση του φορούσε μια ζώνη από σχοινί όπου ήταν κρεμασμένες παράξενες μάσκες, σαν τερατώδη πρόσωπα παγιδευμένα σε μάρμαρο. Τα μπράτσα του ήταν τυλιγμένα με επιδέσμους και σε κάθε χέρι κρατούσε από ένα σπαθί —το ένα από σφυρηλατημένο ατσάλι που άστραφτε στο φως του φεγγαριού και το άλλο είχε μια λεπίδα που άστραφτε με μια ζοφερή κόκκινη λάμψη.
Όμως αυτό που έκανε το αγόρι να παγώσει από τον φόβο του ήταν το πρόσωπο του άντρα.
Τα ψυχρά, γαλάζια μάτια του τον κοίταζαν μέσα από μια τερατώδη μάσκα που έλαμπε με το ίδιο παράξενο, κόκκινο φως όπως και η λεπίδα του. Η μάσκα αγκάλιαζε σφιχτά το πρόσωπο του άντρα και έμοιαζε να καταβροχθίζει το βλοσυρό του ύφος.
«Μη-μη με πλησιάζεις!», έκρωξε βραχνά το αγόρι.
«Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από εμένα», είπε ο άντρας, η φωνή του ένα απαλό γρύλισμα, καθώς τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε ένα σημείο πίσω από το αγόρι.
Μπερδεμένο, το αγόρι γύρισε να δει τι ήταν αυτό που κοίταζε ο άντρας. Αυτό που είδε τον έκανε να πεταχτεί όρθιος.
Μια ακαθόριστη μορφή έμοιαζε να αιωρείται στην ομίχλη. Αν δεν το έβλεπε ο ξένος, το αγόρι ίσως να μην το παρατηρούσε ποτέ. Η ομίχλη μετασχηματίστηκε σε ένα πλάσμα με μεγάλα μάτια και λοξές ίριδες, λεπτές σαν γρατζουνιές. Ένα ογκώδες σώμα αποκαλύφθηκε αμέσως μετά, ορατό στα σημεία που εκτόπιζε την ομίχλη για να δημιουργήσει έναν αρνητικό χώρο. Το αγόρι μισόκλεισε τα μάτια του. Κάτι άλλο γυάλιζε μέσα στο σκοτάδι και την ομίχλη… δόντια;
Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιο πλάσμα, αλλά του φαινόταν οικείο κατά κάποιον τρόπο. Το αγόρι αισθανόταν ότι γνώριζε αυτό το πλάσμα. Ένιωθε μια έλξη, μια ανάγκη να το πλησιάσει. Έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά.
Κάτι ψυχρό διαπέρασε το στήθος του.
Το αγόρι κοίταξε προς τα κάτω και είδε την άκρη μιας κατακόκκινης λεπίδας να ξεπροβάλλει από το στέρνο του. Το μυαλό του προσπάθησε να αντιδράσει, ενώ η ανάσα του κόπηκε από τον πανικό. Προετοιμάστηκε νοερά για τον πόνο και το αίμα που θα ακολουθούσαν. Όμως τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Ένιωσε μόνο ένα μούδιασμα να εξαπλώνεται σε όλο του το σώμα. Πίσω του, άκουσε τον άντρα να μουρμουράει χαμηλόφωνα και ένα παράξενο σύμβολο εμφανίστηκε στον αέρα μπροστά τους, σαν να το είχε ζωγραφίσει ένα αόρατο πινέλο. Μια λέξη —ή ένα όνομα;— που το αγόρι έβλεπε για πρώτη φορά.
«Τ-τι—»
Ο άντρας δεν του έδωσε σημασία. «Η λεπίδα μου βλέπει το πραγματικό σου όνομα, αζακάνα.»
Το αγόρι ένιωσε το σπαθί να βγαίνει από το σώμα του και έπεσε στα γόνατα, ανασαίνοντας με δυσκολία. Τα χέρια του πετάχτηκαν στο στήθος του —αλλά δεν υπήρχε πληγή. Αυτό που ήταν ακόμη πιο παράξενο ήταν ότι το αγόρι αισθανόταν πιο ανάλαφρο, σαν να είχε διώξει από πάνω του ένα φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε μπροστά του ένα τείχος από δόντια.
Το πλάσμα όρμησε καταπάνω του.
Ακούστηκε η κλαγγή του ατσαλιού. Ο μασκοφόρος ξένος στεκόταν μπροστά του, μπλοκάροντας τα πελώρια, ανοιχτόχρωμα δόντια του πλάσματος με τις λεπίδες του. Όχι —δεν ήταν ο ίδιος ο άντρας, αλλά ένα πνεύμα από σκιά που είχε τη μορφή του. Το αγόρι κοίταξε πίσω του και είδε να στέκεται εκεί ο άντρας, με τα μάτια του κλειστά, σαν να διαλογίζεται. Το αγόρι ανατρίχιασε και ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη. Με κάθε κίνηση του τέρατος και του ανθρώπου που πάλευαν μεταξύ τους, ένιωθε την ψυχή του να σείεται και να τραντάζεται, σαν να ήταν δεμένη με την ύπαρξη των δύο μονομάχων. Το αγόρι κοίταξε τον άντρα με δέος.
Άραγε ανήκει σε αυτόν τον κόσμο;
Ο αιθέριος ξιφομάχος έσπρωξε μακριά το πλάσμα και η μορφή του διαλύθηκε σε πλοκάμια μαύρου καπνού που πέρασαν μέσα από το αγόρι και επέστρεψαν στο σώμα του ξένου. Το φρικιαστικό πλάσμα βρυχήθηκε οργισμένο. Το αγόρι το κοίταξε πιο προσεκτικά και μπόρεσε να διακρίνει και άλλα μέρη του σώματός του μέσα από την ομίχλη —γούνα γεμάτη κόμπους, νύχια, ένας πελώριος κορμός— αλλά όταν προσπαθούσε να εστιάσει στο σύνολο, διάφορα μέρη έμοιαζαν να θολώνουν και να εξαφανίζονται.
Τολμάς να μου απαρνηθείς αυτό που μου ανήκει ήδη; Μια ψιθυριστή, αφύσικη φωνή αντήχησε στο μυαλό του αγοριού, ξεκάθαρη και ανατριχιαστική, παρά τα υγρά γρυλίσματα που έβγαζε το τέρας από το στόμα του. Το αγόρι μού ανήκει.
Το παιδί ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Μπορεί να μιλήσει;
«Τίποτε σε αυτόν τον κόσμο δεν σου ανήκει», είπε ο άντρας, με την ίδια ατσαλένια ψυχραιμία. «Τρέμε, Ταάν Κο'άου!»
Αν και το αγόρι δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, το δέρμα του ανατρίχιασε στο άκουσμά τους. Στο τέρας, όμως, τα λόγια αυτά είχαν πολύ πιο καταλυτική επίδραση, καθώς έβγαλε ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό. Οι γεροδεμένοι του μυώνες τυλίχτηκαν γύρω από κατάλευκα δόντια και νύχια. Τέσσερα πορφυρά μάτια άνοιξαν στο φρικιαστικό του πρόσωπο και εστίασαν οργισμένα στον αντίπαλό του, ενώ ένας ογκώδης κορμός καλυμμένος από γκρίζο τρίχωμα πήρε σάρκα και οστά, σαν αιθέρια ομίχλη που μετατρέπεται σε ύλη.
«Το όνομά σου σε καλεί», είπε ο άντρας με τη σπασμένη μάσκα. «Το όνομά σου φανερώνει τη μορφή σου.»
Ένα αγέρωχο ουρλιαχτό τράνταξε το έδαφος. Ο άντρας άλλαξε στάση, σκύβοντας χαμηλά, καθώς ένωσε τα δυο σπαθιά του σε θέση μάχης.
«Το όνομά σου θα είναι ο θάνατός σου.»
Το τέρας όρμησε καταπάνω του, αλλά ο ξένος εκτινάχθηκε μπροστά τόσο γρήγορα που το αγόρι σχεδόν δεν είδε την κίνησή του. Τα σπαθιά του έσκισαν το φεγγαρόφωτο, το ένα ασημένιο, το άλλο κατακόκκινο, αφήνοντας ένα ίχνος σαν αίμα στο πέρασμά του. Ένας πίδακας από παχύρρευστο υγρό πετάχτηκε από το σώμα του πλάσματος, καθώς σωριάστηκε στο έδαφος.
«Κοιμήσου, αζακάνα. Δεν έχεις πια σάρκα για να σε φιλοξενήσει.» Ο άντρας έκανε ένα βήμα μπροστά και βύθισε και τις δύο λεπίδες του βαθιά στον κορμό του πλάσματος. Το πλάσμα βρυχήθηκε και μετά ξεφύσησε.
Το σώμα του εξαϋλώθηκε σε πηχτή ομίχλη και το τερατώδες πρόσωπό του πήρε όλες τις πιθανές εκφράσεις, καθώς ζάρωσε και αποκρυσταλλώθηκε σταδιακά, μέχρι που η εμφάνισή του έγινε σχεδόν ανθρώπινη, σαν… μάσκα. Τα μάτια του αγοριού άνοιξαν διάπλατα. Την ήξερε αυτήν τη μορφή. Αν και είχε ακόμα τα τέσσερα μάτια του τέρατος και παραμορφωμένη όψη, η έκφρασή της ήταν θλιμμένη —και έμοιαζε πάρα πολύ με το δικό του πρόσωπο.
Τρέμοντας, η μάσκα σηκώθηκε στον αέρα και αιωρήθηκε προς το απλωμένο χέρι του άντρα. Με μια κίνηση όλο χάρη, έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι του και έδεσε τη μάσκα στο σχοινί που φορούσε στη μέση του, μαζί με τις άλλες. Έκανε μεταβολή και ετοιμάστηκε να φύγει.
«Τι είσαι;», ρώτησε το αγόρι.
«Κάποτε, την ήξερα την απάντηση. Αλλά τώρα…» Ο ξένος δεν ολοκλήρωσε την πρότασή του. Κοίταξε το αγόρι με τη διαπεραστική, ατσάλινη ματιά του.
Μια ερώτηση ξεχύθηκε άτσαλα από τα χείλη του αγοριού. «Ήταν αυτό το πράγμα… εγώ;»
«Ήταν μόνο ένας σάπιος εφιάλτης που τρεφόταν με τη θλίψη σου. Αλλά δεν σε κατατρέχει πια, ούτε σε ορίζει.»
Το αγόρι δάγκωσε το χείλος του. «Εγώ φταίω. Είμαι αδύναμος —ποτέ δεν είμαι αρκετά καλός. Ο πατέρας μου είχε δίκιο.»
Εντελώς αθόρυβα, ο άντρας στράφηκε προς το μέρος του, σαν να ήθελε να έρθει κοντά του, και το αγόρι αποτραβήχτηκε, σχεδόν από συνήθεια. Η έκφραση του ξένου μαλάκωσε λίγο.
«Αυτά που μας πληγώνουν περισσότερο τα λένε αυτοί που αγαπάμε.» Ο άντρας τράβηξε τη μάσκα από τη ζώνη του και την κοίταξε προσεκτικά. «Η απελπισία καταπνίγει τη φωνή σου, φορώντας τη μάσκα της λογικής —ισχυρίζεται ότι μας δείχνει ποιοι είμαστε πραγματικά. Όμως μας δείχνει μόνο μια παραμορφωμένη εκδοχή του εαυτού μας.»
Γύρισε τη μάσκα στο χέρι του και την κράτησε ψηλά, για να τη δει καθαρά το αγόρι. Έμοιαζε τώρα μικρή, εύθραυστη… ανήμπορη.
«Για να βρεις την δική σου αλήθεια, πρέπει να διαπεράσεις τα ψέματά της.» Η υπόνοια ενός χαμόγελου εμφανίστηκε στο πρόσωπο του άντρα. «Θα τα καταφέρεις μια χαρά, Άντου.»
Και με αυτά τα λόγια αντί για αποχαιρετισμό, ο ξένος γύρισε την πλάτη του και έφυγε, αφήνοντας το αγόρι μόνο του στο σκοτεινό δάσος.